Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Πειραιώς Σεραφείμ: «Η Ευρώπη γίνεται αρωγός για την ισλαμοποίησή της»




Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ μέσω ανακοίνωσης απαντά στην επιστολή ενός μουσουλμάνου που εστάλη στη Μητρόπολη και αναφέρεται στο Κοράνι και στη διδασκαλία του, ενώ αναφέρεται στη στάση της Ευρώπης.


Αναλυτική η ανακοίνωση του Σεβασμιωτάτου:
Έχω ήδη επισημάνει σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μου, ότι ο ραγδαίως εξελισσόμενος θρησκευτικός συγκρητισμός, τον οποίο προωθεί ο Οικουμενισμός και οι σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Εποχής δημιουργούν νέα θρησκευτικά μορφώματα, με στοιχεία των ήδη υπαρχόντων θρησκειών και πίστεων, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία της εφιαλτικής πανθρησκείας, της θρησκείας του Αντιχρίστου, η οποία θα είναι ένα δαιμονικό συμπίλημα των «θετικών» στοιχείων όλων των θρησκειών! Παράλληλα με το ρεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού παρατηρείται στην εποχή μας μια πρωτοφανής αναζωπύρωση του Ισλαμισμού, αλλά και μια επικίνδυνη επεκτατική πορεία και διείσδυση του Ισλάμ στη Δύση, το οποίο φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σ’ όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Ένα πλήθος μουσουλμανικών οργανώσεων εργάζονται εντατικά αυτή τη στιγμή σ’ όλη την γηραιά ήπειρο, και προπαγανδίζει συστηματικά το Ισλάμ, το οποίο προσπαθεί να ωραιοποιήσει και να το παρουσιάσει ως δήθεν φιλειρηνικό. Προσπαθεί να πείσει τους δυτικούς ότι το Ισλάμ εργάζεται για την παγκόσμια ειρήνη, η οποία είναι και το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Να «φορτώσει» τα φρικώδη εγκλήματα των συγχρόνων σφαγέων της ανθρωπότητος ισλαμιστών σε δήθεν παρερμηνείες του Ισλάμ. Ωστόσο τα διδάγματα του Κορανίου είναι τόσο σαφή, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Ο Ορθόδοξος ελληνικός λαός, όπως και οι άλλοι βαλκανικοί Ορθόδοξοι λαοί, έχουν βιώσει πολύ καλά το δήθεν «φιλειρηνικό» και «ανθρωπιστικό» Ισλάμ, τα διδάγματα του Κορανίου και το νόμο της Σαρίας, για μισή σχεδόν χιλιετία με τις εκατόμβες αθώων θυμάτων και τις χιλιάδες θυσίες των Νεομαρτύρων. Την «ειρήνη», την «ανθρωπιά» και το «σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», τα οποία δήθεν απορρέουν από το Κοράνιο, βιώνουν στις μέρες μας εκατομμύρια χριστιανοί σε όλο τον κόσμο, ως φρίκη, όλεθρο και καταστροφή, πέραν πάσης λογικής, από τους «στρατιώτες του Αλλάχ»!
Πριν από μερικές ημέρες έλαβε η Ιερά Μητρόπολή μας μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κείμενο, σχετικά εκτεταμένο, (13 σελίδων), από κάποιον Ali al – Yunani, προφανώς μουσουλμάνο, ο οποίος παραθέτει μια σειρά από χωρία του Κορανίου, τα οποία αναφέρονται στον γνωστό σε όλους μας ιερό πόλεμο κατά των απίστων, το λεγόμενο Τζιχάντ. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι τα εν λόγω χωρία είναι παρεξηγημένα, γι’ αυτό και προσπαθεί να τα ερμηνεύσει με ένα δικό του τρόπο, συσχετίζοντάς τα με συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και γεγονότα.
Διάβασα με προσοχή το εν λόγω κείμενο, με το οποίο ο συγγραφέας προφανώς επιδιώκει να με διαφωτίσει, ποιο είναι κατά την άποψή του το αληθινό Τζιχάντ, το οποίο πιστεύει ότι έχω δεινώς παρερμηνεύσει. Θεώρησα χρέος μου να μην αφήσω αναπάντητο το κείμενο, γι’ αυτό και μπήκα στον κόπο για μια ακόμη φορά να ασχοληθώ με το Ισλάμ και ειδικότερα με το Τζιχάντ. Προχωρώ λοιπόν στη δημοσίευση της παρούσης ανακοινώσεως, παρ’ όλο τον μεγάλο φόρτο εργασίας και την έλλειψη χρόνου, υπακούοντας στην προτροπή του αποστόλου «έτοιμοι προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος», (Α΄ Πετρ.3,15), με την ελπίδα ότι τα όσα ακολουθούν, θα βρουν θετική απήχηση στον συγγραφέα και θα γίνουν αφορμή, να ανοίξουν οι πνευματικοί οφθαλμοί του, ώστε να δεχθούν το φως της αλήθειας του ευαγγελίου, ή τουλάχιστον θα γίνουν αιτία να ωφεληθούν κάποιοι άλλοι, που θα την διαβάσουν.
Ο συγγραφέας ξεκινάει με την παράθεση κάποιων χωρίων από διδασκάλους του Ισλάμ και ερμηνευτές του Κορανίου, που έχουν σχέση με το θέμα του και στη συνέχεια μας δίδει την ερμηνεία της λέξεως Τζιχάντ. Ο όρος Τζιχάντ κατά τον συγγραφέα έχει γενικότερη σημασία. Μεταφραζόμενος στα ελληνικά σημαίνει αγώνας, πάλη. Έτσι υπάρχουν διάφορες μορφές αγώνων και πάλης: Πάλη με τον εγωϊσμό, αγώνας με την γλώσσα, (με την έννοια να μιλάμε ενάντια στο κακό και την αδικία), αγώνας με τη γνώση, (με την έννοια να διαδίδουμε το καλό, το ηθικό), αγώνας με το χέρι, (με την έννοια να κάνουμε καλές πράξεις, να βοηθούμε τους αδύνατους και τους φτωχούς), αγώνας του σπαθιού, (με την έννοια του πολέμου για χάρη του Θεού), αγώνας για την ειρήνη. Από όλες αυτές τις μορφές των αγώνων αναφέρεται στη συνέχεια στον αγώνα του σπαθιού, στο Τζιχάντ του ξίφους, επειδή πιστεύει ότι γύρω από το είδος αυτό του Τζιχάντ υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση, αφού, όπως ισχυρίζεται, «κανένας για παράδειγμα δεν γνωρίζει ότι στο Ισλάμ απαγορεύεται ο φόνος ενός αθώου ανθρώπου (Κοράνι 6:151, 5:32, 17:33), είτε αυτός είναι πιστός είτε άπιστος, είτε είναι κάποιος ξένος, είτε ο ίδιος μας ο εαυτός».
Αποσιωπά όμως ο συγγραφέας και αποκρύπτει το γεγονός, ότι στο Κοράνιο υπάρχουν πάμπολλα άλλα χωρία, που δεν συνηγορούν με τις παρά πάνω θέσεις του Κορανίου, (6:151, 5:32, 17:33), αλλά απεναντίας μάλιστα προτρέπουν στον φόνο και την εξολόθρευση των απίστων. Παραθέτουμε μερικά: «Ω προφήτη! Παρότρυνε τους πιστούς στον πόλεμο. Αν υπάρχουν είκοσι από σας που υπομονετικά επιμένουν, θα νικήσουν διακόσιους και αν από σας είναι εκατό, θα νικήσουν χίλιους από τους απίστους…» (Σούρα 8, εδαφ.65). «Ο Αλλάχ δεν συγχωρεί, όποιον λατρεύει συνέταιρο μ’ Αυτόν» (Σούρα 4, εδαφ.48). Αφού ο Αλλάχ δεν συγχωρεί εκείνους που πιστεύουν σε άλλο Θεό, τι πρέπει να κάμουν οι πιστοί του; Ασφαλώς να εξοντώσουν όσους λατρεύουν «συνεταίρους» του Αλλάχ! «Και να πολεμάτε για χάρη του Αλλάχ όσους σας πολεμούν, αλλά μην ξεπερνάτε τα όρια, γιατί ο Αλλάχ δεν αγαπά τους παραβάτες» (Σούρα 2, εδαφ.190). «Φονεύετέ τους, όπου τους βρίσκετε και διώχτε τους, από κει που σας έδιωξαν [….] Αν όμως σας πολεμήσουν, σκοτώστε τους. Τέτοια είναι η τιμωρία των απίστων» (Σούρα 2, εδαφ.191). «Αν όμως σταματήσουν, τότε βέβαια, ο Αλλάχ είναι πολυεπιεικής, πολυεύσπλαχνος» (Σούρα 2, εδαφ.192). «Πολεμάτε τους ώσπου να μην σας καταδιώξουν στην ειδωλολατρία και να υπερισχύσει η Πίστη στον Αλλάχ.
Αν όμως σταματήσουν τη δράση τους, τότε να μην κάνετε πόλεμο παρά ενάντια στους άδικους» (Σούρα 2, εδαφ.193). «Και όταν οι απαγορευμένοι μήνες έχουν περάσει, τότε (πολεμάτε και) σκοτώνετε τους ειδωλολάτρες, οπουδήποτε κι αν τους βρείτε, και συλλάβετέ τους και πολιορκείστε τους και στήστε τους παγίδες με κάθε (πολεμικό) στρατήγημα. Αν όμως μετανιώσουν και διατηρήσουν την τακτική προσευχή κι εφαρμόσουν (τακτική) ελεημοσύνη, τότε αφήστε τους ελεύθερους. Γιατί ο Αλλάχ είναι πολυεύσπλαχνος, πολυεπιεικής» (Σούρα 9, εδαφ.5). Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ασφαλώς εξόντωση των «απίστων» και τίποτε λιγότερο! Ότι οι «άπιστοι», ως άξιοι θανάτου(!) δεν έχουν δικαίωμα ζωής και άρα ούτε ως ανθρώπινα όντα πρέπει να λογίζονται. «Πολυεπιεικής» είναι ο Αλλάχ, μόνον όταν υποταχθούν οι «άπιστοι» στο Ισλάμ! Αν όλα αυτά δεν είναι σκέτος φασισμός, τότε τι είναι; Αλλά μήπως δεν είδαμε να εφαρμόζεται στην πράξη μέχρι και σήμερα η φρικτή και απάνθρωπη αυτή διδασκαλία του Ισλάμ; Η ανθρωπότητα βιώνει σήμερα τη φρίκη της γενοκτονίας χριστιανικών πληθυσμών στις χώρες της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής.
Παρά κάτω γράφει: «Λέει ο Αλλάχ στο Ιερό Κοράνι: ‘(θυμηθείτε) όταν ο Κύριος σου είχε εμπνεύσει τους αγγέλους: {Εγώ είμαι μαζί σας. Δώστε σταθερότητα σ’ όσους πιστεύουν, θα εγκαταστήσω τον τρόμο στις καρδιές των απίστων και πλήξτε πάνω από τον αυχένα τους και χτυπήστε τις άκρες απ’ τα δάχτυλα τους}.» (Κοράνι, 8:12). Ισχυρίζεται ότι το χωρίο αυτό, (όπως και άλλα παρόμοια), θα πρέπει να το δούμε και να το ερμηνεύσουμε στην ιστορική του συνάφεια, σε πολεμικές αναμετρήσεις, (συγκεκριμένα στη μάχη του Μπάντρ), του Μωάμεθ με τους ειδωλολάτρες. Αλλά γιατί πρέπει να δώσουμε μια τέτοια ερμηνεία, αφού το Κοράνιο, κατά την πίστη του Ισλάμ, είναι βιβλίο ουρανοκατέβατο, άναρχο και αιώνιο, με διαχρονική αξία, και επομένως όσα γράφονται σ’ αυτό ισχύουν παντού και πάντοτε; Μπορεί το Κοράνιο να λέει άλλα για την εποχή που έζησε ο Μωάμεθ και άλλα να ισχύουν στην εποχή μας; Μ’ αυτό τον ισχυρισμό του δεν καθιστά άραγε το Κοράνιο ανακόλουθο και μη εφαρμόσιμο σε κάθε εποχή; Και εν πάσει περιπτώσει, ποιος θα αποφασίσει, πότε και πως θα εφαρμοστεί το παρά πάνω χωρίο και άλλα συναφή; Και πως μπορούμε να δεχθούμε ότι το Κοράνιο είναι θεόπνευστο και προφητικό βιβλίο, όταν περιέχει χωρία, τα οποία γίνονται αιτία για τη σφαγή μυριάδων αθώων ανθρώπων;
«Ο τρόμος στις καρδιές των απίστων», στο παρά πάνω κορανικό απόσπασμα είναι μια πραγματικότητα που την ζουν όσοι μη μουσουλμάνοι θελήσουν να ζήσουν σε χώρες, όπου κυριαρχεί ο νόμος της ισλαμικής σαρίας, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Αραβικά Εμιράτα και οι χώρες της βορείου Αφρικής. Και τούτο διότι απαγορεύεται οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση εκτός του Ισλαμισμού. Απαγορεύεται η λειτουργία χριστιανικών ναών, η ελεύθερη τέλεση θρησκευτικών καθηκόντων, τα μη μουσουλμανικά θρησκευτικά σύμβολα, όπως ο Σταυρός, το να κάνει κανείς το σημείο του Σταυρού και πολλά άλλα με αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Πως όμως μπορεί ο Αλλάχ, που υποτίθεται ότι είναι Θεός αγάπης, δικαιοσύνης και ελευθερίας, να παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα στις παρά πάνω χώρες, όπου βιώνεται το αυθεντικό Ισλάμ; Πως εξηγείται ο πανανθρώπινος κώδικας ηθικής και οι περί δικαίου ανθρώπινες νομικές διατάξεις που υπερασπίζονται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, να είναι πιο ανθρώπινες από τον «θεϊκό» νόμο του Κορανίου; Αυτά δεν μας τα αναλύει ο μουσουλμάνος «απολογητής» του Ισλάμ!
Επίσης, τι σημαίνει η παρά πάνω προτροπή του Αλλάχ, «να πλήξουν τους απίστους πάνω από τον αυχένα τους και να χτυπήσουν τις άκρες απ’ τα δάχτυλά τους»; Εδώ δεν επιτάσσεται ξεκάθαρα ο αποκεφαλισμός των απίστων, δηλαδή αθώων ανθρώπων, που το μόνο τους «αμάρτημα» είναι ότι δεν δέχονται να σπασθούν την πίστη στο Ισλάμ; Πως εξηγείται ακόμη, να επιβάλλεται στις χώρες, όπου κυριαρχεί το Ισλάμ, η ποινή του θανάτου στους μουσουλμάνους εκείνους, που θα απαρνηθούν την πίστη στο Ισλάμ; Δεν είναι αυτός φόνος αθώων ανθρώπων, των οποίων το «έγκλημα» είναι ότι αρνούνται να είναι μουσουλμάνοι;
Παρά κάτω γράφει: «Και πολεμάτε για χάρη του Αλλάχ όσους σας πολεμούν αλλά μη ξεπερνάτε τα όρια επειδή ο Αλλάχ δεν αγαπά τους παραβάτες» (Κοράνι, 2:190). Ποιος καθορίζει τα όρια του πολέμου και της βίας; Υπάρχει στις μέρες μας νομική διάταξη, ή εθιμικό δίκαιο που να διατάζει τον πόλεμο κατά «απίστων», ή ιδεολογικά αντιθέτων; Ασφαλώς όχι! Αν σ’ όλα τα σύγχρονα κράτη, (εκτός αυτών όπου κυριαρχεί η θεοκρατία του Ισλάμ), ισχύει η αρχή της ανεξιθρησκείας και το σύγχρονο πολιτισμένο ανθρώπινο δίκαιο απαγορεύει την διά της βίας επιβολή κάποιας πίστεως, πως είναι δυνατόν να την επιτρέπει το «θεϊκό δίκαιο» του Κοράνιου;
Παρά κάτω γράφει: «Και αν κανείς απ’ τους ειδωλολάτρες σου ζητήσει άσυλο, παραχώρησε του το, ώστε να μπορεί να ακούει τα Λόγια του Αλλάχ και έπειτα συνόδεψε τον (σε μέρος) όπου μπορεί να έχει ασφάλεια. Και αυτό επειδή είναι ένας λαός που αγνοεί» (Κοράνι, 9:6)». Μπορεί να μας αποδείξει έστω και μια περίπτωση εφαρμογής αυτού του «μεγαλόψυχου» κορανικού χωρίου; Δεν εφαρμόστηκε ποτέ, διότι το συγκεκριμένο χωρίο αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση «μεγαλοψυχίας», σε αντίθεση με πληθώρα άλλων χωρίων, τα οποία διατάσσουν την δια της βίας μεταστροφή των «απίστων» στο Ισλάμ, όπως μνημονεύσαμε παρά πάνω. Η τραγική πραγματικότητα στην επί δεκατρείς αιώνες ιστορία του Ισλάμ είναι ότι ο μόνος τρόπος να γλυτώσουν οι άπιστοι το θάνατο είναι, να ασπασθούν το Ισλάμ! Επί πλέον όποιος δεχθεί να αλλαξοπιστήσει, αναβαθμίζεται κοινωνικά. Ακόμα και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου χριστιανοί, όταν γίνουν μουσουλμάνοι, τους χαρίζεται οποιαδήποτε ποινή, όπως στην περίπτωση του πατέρα της Αγίας Νεομάρτυρος Ακυλίνας, ο οποίος σκότωσε κάποιον τούρκο και για να γλυτώσει την ποινή του, εξισλαμίστηκε! Ακόμα και σήμερα αυτό γίνεται στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Αντίθετα όποιοι αρνούνται να ασπασθούν το Ισλάμ θεωρούνται «εχθροί του Αλλάχ» και οι μεν άνδρες θανατώνονται με τον πλέον οικτρό τρόπο, οι δε γυναίκες γίνονται «σκλάβες του σεξ», όπως οι γυναίκες των Γιεζίντι, τις οποίες πωλούν για δέκα δολάρια τη μία! Ας μη λησμονούμε επίσης και μια άλλη «μεγαλοψυχία» του Ισλάμ, αυτή της ανοχής των μονοθεϊστών, (Χριστιανών και Εβραίων), με αντάλλαγμα δυσβάστακτη φορολογία, με αποκορύφωμα τον «κεφαλικό φόρο», ή τον «φόρο αίματος», όπου για να έχουν το δικαίωμα της ζωής, τους άρπαζαν οι μουσουλμάνοι, εκτός από τα υλικά αγαθά τους και τα αρσενικά παιδιά τους, τα οποία μετέβαλλαν σε γενίτσαρους και τα κορίτσια τους, για να γεμίζουν τα χαρέμια τους! Αυτή είναι η «μεγαλοψυχία» του Κορανίου!
Παρά κάτω ο συντάκτης, θέλοντας να παρουσιάσει το Ισλάμ ως «φιλειρηνικό», προσπαθεί να αποδείξει ότι οι σύγχρονοι μουσουλμάνοι τρομοκράτες του ISIS και άλλοι, είναι «αιρετικοί», «Χαριτζίτες», διότι παρερμηνεύουν και παραχαράσσουν το αληθινό νόημα των κορανικών χωρίων: «Οι σημερινοί τρομοκράτες, όλοι αυτοί που ερμηνεύουν το Ιερό Κοράνι με βάση τις δικές τους ακραίες απόψεις και σκοτώνουν αθώους ανθρώπους στο όνομα του Ισλάμ και του τζιχάντ, όλοι αυτοί αποκαλούνται και αυτοί Χαριτζίτες, διότι ομοιάζουν στον φανατισμό και στις ακρότητες με τους χαριτζίτες της παλιάς εποχής. Ο ίδιος μάλιστα ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέιχι ουά σαλάμ) είχε πει όπου τους βρούμε, να τους σκοτώνουμε». Ωστόσο αν οι τζιχαντιστές τρομοκράτες του ISIS, οι μαχητές του «Ισλαμικού κράτους», οι οποίοι αιματοκυλούν τις χώρες της Μέσης Ανατολής, είναι «αιρετικοί» και αντίθετοι με το Κοράνιο, γιατί οι «ορθόδοξοι» μουσουλμάνοι δεν αναλαμβάνουν αγώνα εναντίον τους; Γιατί δεν συντάσσονται με τους Ρώσους μαχητές, που πολεμούν στη Συρία και στο Ιράκ, για να τους εξουδετερώσουν; Γιατί οι μουλάδες στην Ευρώπη και στην Αμερική δεν τους αποκηρύσσουν; Και το χειρότερο: Γιατί ανακηρύσσουν ως «μάρτυρες» τους «καμικάζι» μουσουλμάνους, που γίνονται δολοφόνοι αθώων ανθρώπων; Γιατί οι μουλάδες στη χώρα μας, (όπως αποδείχτηκε δημοσιογραφικά), κηρύσσουν το ένοπλο Τζιχάντ; Πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί και εφαρμοστεί το παράγγελμα του μουσουλμάνου δασκάλου Τάκιου’ντ-ντίν Άχμεντ ιμπν Ταϊμίιγια: «“Ζητήστε απ’ τον Αλλάχ ασφάλεια και ειρήνη αλλά εάν συμβεί και συναντηθείτε με τον εχθρό, τότε δείξτε δύναμη και θυμηθείτε ότι ο Παράδεισος βρίσκεται υπό τη σκιά του ξίφους.” (Sahih Muslim;)»; Τι σημαίνει ότι «ο Παράδεισος βρίσκεται υπό τη σκιά του ξίφους»; Ποια «φιλειρηνική» ερμηνεία μπορούμε να δώσουμε σε αυτό το δαιμονικό παράγγελμα, το οποίο δεν εξοντώνει μόνο αθώους ανθρώπους, αλλά και μουσουλμάνους, οι οποίοι σκοτώνονται για να σκοτώσουν, προκειμένου «να πάνε στον παράδεισο»;
Το συμπέρασμα από όλα όσα παρά πάνω παραθέσαμε είναι, ότι η περί Τζιχάντ διδασκαλία του Κορανίου δεν είναι αυτή, την οποία επεχείρησε να μας δώσει ο συντάκτης, αλλά εντελώς διαφορετική. Είναι μια διδασκαλία ωμής βίας και ολοκληρωτικής εξαφανίσεως των απίστων, (μη μουσουλμάνων). Η διδασκαλία αυτή αποτελεί δόγμα πίστεως, που πρέπει να δονεί και να συνέχει την ψυχή του κάθε αληθινού μουσουλμάνου. Τα κορανικά αποσπάσματα που παραθέσαμε, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας, αλλά πείθουν τον μη μουσουλμάνο αναγνώστη, ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότης ειρηνικής συμβιώσεως, (όπως αφελώς νομίζουν οι θιασώτες του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού), με τους πιστούς του Αλλάχ, οι οποίοι οφείλουν κατ’ επιταγήν του να διεξάγουν συνεχή και ολομέτωπο αγώνα για την παγκόσμια επικράτηση του Ισλάμ. Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι κατά το Κοράνιο ο φόνος των απίστων δεν είναι έργο των μουσουλμάνων, αλλά προέρχεται ουσιαστικά από τον ίδιο τον Αλλάχ, ο οποίος ευλογεί τον αγώνα των πιστών του. Πράγμα που δείχνει, ότι ο Μωάμεθ φρόντισε να δώσει στο φρικτό αμάρτημα του φόνου θεολογική κατοχύρωση, ώστε οι πιστοί του Αλλάχ να επιδίδονται στα εγκλήματά τους με ήσυχη τη συνείδησή τους, χωρίς αναστολές.
Κλείνοντας την σύντομη απάντησή μου στο κείμενο του μουσουλμάνου «ιεραποστόλου» Ali al – Yunani, θα ήθελα να εκφράσω την απορία μου για το θράσος του κυρίου αυτού, αλλά και όσων θέλουν να μας παρουσιάσουν το Ισλάμ ως «θρησκεία αγάπης και ειρήνης». Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες δε χρειαζόμαστε κανέναν σύγχρονο μουσουλμάνο να μας διδάξει, τι εστί Ισλάμ. Μας το διδάσκει ξεκάθαρα η μακραίωνη ιστορία μας, παρουσιάζοντάς μας, όχι θεωρίες και διφορούμενες ερμηνείες, αλλά πραγματικά τραγικά γεγονότα, τα οποία έχουμε υποστεί από αυτή τη «θρησκεία της αγάπης και της ειρήνης». Αυτή μας παρουσιάζει, με κάθε ρεαλισμό τις φρικαλεότητες των μουσουλμάνων εναντίον του υπόδουλου λαού μας και των άλλων βαλκανικών χριστιανικών λαών, καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκικής δουλείας, κατά την οποία εφαρμόζονταν το «θεϊκό» Κοράνιο και το «θείο» δίκαιο της σαρίας! Μας το βεβαιώνουν τα ποτάμια των αιμάτων των Νεομαρτύρων και Εθνομαρτύρων μας, οι οποίοι βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν από το «φιλειρηνικό» Ισλάμ! Γι’ αυτό θα παρακαλούσαμε τον κ. Ali al – Yunani να στρέψει αλλού την «ιεραποστολική» του προσπάθεια. Στην Ευρώπη, η οποία δεν έζησε την φρίκη του «φιλειρηνικού» Ισλάμ και γι’ αυτό όχι απλά την ανέχεται, αλλά και γίνεται αρωγός της για την ισλαμοποίησή της! Εδώ δεν υπάρχει χώρος για ισλαμική «ιεραποστολή»!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Πειραιώς Σεραφείμ: Δέν ἔχει καμμία θέση στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ Ὠριγενιστική θεωρία!




Σήμερα ὁ Σατανᾶς σηκώνει πάλι μὲ αὐθάδεια τὸ κεφάλι καὶ ἀπειλεῖ νὰ καταστρέψει ὅ,τι ὡραῖο, ὑψηλό, ἠθικό, πνευματικό, χριστιανικό, εὐαγγελικό, ἀποστολικό καί πατερικό, ἔχει κατορθωθεῖ κατὰ τὸ δισχιλιετὲς διάστημα τῆς ζωῆς καὶ δράσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Προσπαθεῖ νά ἐκτροχιάσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν σκοπὸ τῆς δημιουργίας του πού εἶναι ἡ ὑποταγὴ τῆς σάρκας στὸ πνεῦμα, ἡ πνευματοποίηση καὶ ἡ κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, ἡ σαρκοποίηση, ἡ ὑποταγὴ τοῦ πνεύματος στὴ σάρκα. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀνατροπὴ τοῦ σχεδίου τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἀντικείμενος Σατανᾶς θέλει τὸν ἄνθρωπο δοῦλο τῆς σάρκας, τῆς ἡδονῆς, τῆς ἁμαρτίας, ὄχι πνευματικό, ἀλλὰ ὑλικὸ δημιούργημα, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα.

Ἡ φερομένη πρόταση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ.κ. Ἰωάννου κατά τίς ἐργασίες τῆς Εἰδικῆς Προσυνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν ἑτοιμασία τῶν θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τά σκωπτικά καί ἐπικριτικά δημοσιεύματα, πού ἀφοροῦν στήν αὐτονόητη δήλωση σέ τηλεοπτικό δίαυλο τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Ἀνθίμου, σχετικά μέ τόν «κολοφώνα» τῶν ἁμαρτημάτων, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ἡ ἀνατροπή τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας μέ τήν ἀπενοχοποίηση τῆς σαρκικῆς σαπρότητος, ὡς δῆθεν διαφορετικότητος καί ἐκφράσεως ἐλευθέρου αὐτοπροσδιορισμοῦ μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀναφέρωμεν τά αὐτονόητα.

Α. Ἡ φερομένη πρόταση τοῦ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ.κ. Ἰωάννου, ἡ ὁποία τελικῶς ὡς δημοσιογραφικῶς φέρεται δὲν συμπεριελήφθη στὸ κείμενο τῆς Εἰδικῆς Προσυνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, ἕνεκα τῆς θυέλλης τῶν ἀντιδράσεων τῶν περισσοτέρων ἀντιπροσώπων, δημιουργεῖ τεράστια θεολογικά καί ἠθικά ἐρωτήματα, γιατί ἀνατρέπει συλλήβδην ὅσα ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Πατερικὴ Παράδοση διδάσκουν περὶ ἀρσενοκοιτίας καὶ Σοδομισμοῦ.

Β. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι τό ἰατρεῖο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν καί ἡ χώρα τῶν μεταποιουμένων ἁμαρτωλῶν, καί ὄχι τῶν σατανικῶς καί ἀμετανοήτως ἐμμενόντων στήν διαστροφή τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας καί ὀντολογίας.

Διαχρονικά, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγωνιζομένη ἐπί τῆς Γῆς, στηλιτεύει τήν πολυποίκιλη τραγικότητα τῆς εἰδεχθοῦς ἁμαρτίας, ὡς ἀποκοπῆς καί σχάσης ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Ζῶντα Θεό, τόν Δημιουργό τῆς ζωῆς, καί ὄχι τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, τόν ὁποίο περιθάλπει διά τῶν εὐχῶν καί τῶν ἱερῶν μυστηρίων της καί περιβάλλει μέ ἄφατη στοργή καί συμπάθεια, ἐφαρμόζοντας κατά περίπτωση καί τήν οἰκονομία, μέσω τῆς ὁποίας ρυθμίζει τήν ἐπιστροφή καί ἀνάνηψή του.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τήν προσωπική καί ἰδιωτική ζωή κάθε προσώπου, ὡς ὑπεύθυνη ἐλεύθερη ἐπιλογή. Δέν ἔχει πρόθεση οὔτε νά ἐπέμβει ρατσιστικά οὔτε νά ἀναστείλει δικαιώματα καί ἐλευθερίες.

Ἡ ἀπενοχοποίηση, ὅμως, τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀνατροπῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας, μέ τήν θεσμική ἀναγνώριση τῶν αἰσχίστων παθῶν τῆς ὁμοφυλοφιλίας σήμερα, τῆς παιδοφιλίας αὔριο (βλ. Ὀλλανδία) καί τῆς κτηνοβασίας μεθαύριο (βλ. Γερμανία), ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστο καί τερατῶδες κακούργημα εἰς βάρος τοῦ αἰωνίου Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο ἐξισώνεται πλήρως μέ τήν ὕβρη τῶν Σοδόμων καί Γομμόρων. Ἡ ἀθώωση, ὑποστήριξη καί παρουσίαση τῶν αἰσχρῶν καί ἀτίμων παθῶν ὡς φυσιολογικῆς καταστάσεως καί ὡς ἁπλῆς διαφορετικότητος προσκρούει στήν πανανθρώπινη συνείδηση, ἡ ὁποία ἀνά τούς αἰῶνες γνωρίζει ὡς φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά τίς σχέσεις ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα, στό ἄρσεν καί τό θῆλυ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φυσιολογία καί ὀντολογία. Κάθε ἄλλη σχέση ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία, ὡς παρά φύσιν ἐκτροπή, ἡ ὁποία δέν παρατηρεῖται οὔτε καί στά ζῶα, παρά τά κατασκευασθέντα «ντοκυμαντέρς» τοῦ Σιωνιστικοῦ συστήματος.

Ἰδιαίτερα ἡ Ἁγία Γραφή, πού ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί σοφοῦ Γνώστη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς πάθος, ἀτιμία καί ἀσχημοσύνη, τό ὁποῖο τιμωρήθηκε αὐστηρά μέ φωτιά καί θειάφι στήν πόλη τῶν Σοδόμων καί Γομόρων. Γιά τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι τό πιό σιχαμερό καί ἀκάθαρτο ἁμάρτημα καί ἀποτελεῖ μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Θεό – Δημιουργό τοῦ ἀνθρώπου σέ ἄρσεν καί θῆλυ καί βλάσφημη κατάργηση τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ δημόσια προβολή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐκτός τοῦ ὅτι προσβάλλει τήν δημόσια αἰδώ καί τήν θρησκευτική μας συνείδηση, στέλνει πρός τούς νέους μηνύματα ἀνώμαλης σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς καί ἀποτελεῖ τορπίλλη στά θεμέλια τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας μέ τό ὀξύ δημογραφικό πρόβλημα, ἀλλά καί αἰτία ψυχοπαθολογικῶν διαταραχῶν στά παιδιά, πού θά ἀνατραφοῦν ἀπό ὁμοφυλοφιλικά ζεύγη, ὅπως ἐπιδιώκεται.

Στὸν νέο αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐγκαταλείπονται τὰ παλαιὰ πάθη, τὰ γήϊνα, τὰ σαρκικά, καὶ βιώνεται ἀπὸ τώρα, κατὰ τὶς δυνατότητες κάθε πιστοῦ, εἴτε μέσα στὸν εὐλογημένο θεσμὸ τοῦ γάμου ὡς ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη, εἴτε στὸν ἰσάγγελο βίο τῶν μοναχῶν μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς παρθενίας, ἡ πορεία ἀπὸ τὸ «κατ᾽ εἰκόνα» στό «καθ᾽ ὁμοίωσιν», ἡ νίκη τοῦ πνεύματος ἐπὶ τῆς σάρκας, ἡ ἀγγελοποίηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ θέση τοῦ φθονεροῦ καὶ ἐκπεσόντος ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ τάξη Ἑωσφόρου. Ἀναφερόμενος ὁ Χριστὸς στὴν αἰφνιδιαστικὴ ἔλευση τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως, ποὺ θὰ ξαφνιάσει ὅσους ἀνέμελα καὶ ἀφρόντιστα ζοῦν μέσα στὶς ὑλικὲς καὶ σαρκικὲς ἀπολαύσεις, λέγει ὅτι θὰ πάθουν αὐτὸ, ποὺ ἔπαθαν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι, δίνοντάς μας ἔτσι ἀκριβέστατη εἰκόνα τῆς ὑλιστικῆς καὶ σαρκικῆς ζωῆς τους : «Ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ Νῶε ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Σοδομιτῶν, ὅμοιο πρὸς τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ : «Καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. Ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν· ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας». Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει τὸν Σωτῆρα Χριστὸ νὰ ἐξαγγέλλει τὸν νέο αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τὰ σαρκικὰ καὶ ζοῦν ὡς ἄγγελοι˙ «Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται· οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται… ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες».

Μέσα, λοιπὸν, στὴν καινὴ κτίση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὁ καινὸς, ὁ νέος ἄνθρωπος, ποὺ κτίσθηκε ἐν Χριστῷ, θάπτει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, νεκρώνει τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες καὶ πραγματοποιεῖ τὸ θαῦμα τῆς μεταμορφώσεώς του κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κατ᾽ εἰκόνα Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ζοῦμε αὐτὸ τὸ θαῦμα· ἡ ἄγονη πρὶν καὶ στεῖρα ἀνθρωπότητα γέννησε καὶ καρποφόρησε ἑκατομμύρια ἁγίων ἀνθρώπων, ὁσίων, ἀσκητῶν, παρθένων, νέων καὶ νεανίδων, ποὺ κατόρθωσαν μὲ τοὺς πνευματικούς τους ἀγῶνες ὄχι νὰ ἀποφύγουν ἁπλῶς τὸ παρὰ φύσιν καὶ νὰ μείνουν στὸ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ νὰ φθάσουν καὶ στὸ ὑπὲρ φύσιν, ἐκπλήττοντας ἀκόμη καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἔβλεπαν ἀνθρώπους συνδεδεμένους μὲ σάρκα νὰ κατανικοῦν τὸν ἄσαρκο Σατανᾶ καὶ νὰ συναγωνίζονται τοὺς ἀγγέλους. Οἱ ὕμνοι πρὸς τοὺς ὁσίους ἀσκητές αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἐξυμνοῦν. Διδάσκουν οἱ ὅσιοι ἄνδρες καὶ οἱ ὅσιες γυναῖκες «ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου». Ἔζησαν ὡς «ἄσαρκοι» ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς «ἐν σώματι ἄγγελοι», «τῶν δαιμόνων ὤλεσαν τὰς φάλαγγας, τῶν ἀγγέλων ἔφθασαν τὰ τάγματα, ὧν τὸν βίον ἀμέμπτως ἐζήλωσαν».

Γ. Οἱ σαρκικές πράξεις, ἐκτός τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, χωματοποιοῦν ἀναπόδραστα τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί καταστρέφουν τίς πνευματικές του ἐφέσεις, σκοτίζοντας τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί καταλύουν τήν δυνατότητα κοινωνίας μέ τόν Πανάγιο Θεό, πού διασαλπίζει διαχρονικά «οὐ μὴ μείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας».

Ἡ σχέση μέ τόν Θεό εἶναι βέβαια θέμα ἐλευθέρας ἐπιλογῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς .Ὁ Πανάγιος, ὅμως, Θεός, στό ἐπέκεινα, στήν ἄλλη, τήν αἰώνια ζωή, ὅταν ἅπασα ἡ ἀνθρωπότης θά ὑποστεῖ τήν κοινή καί καθολική κρίση, ὅπου «οὐκ ἔστι μετάνοια», θά στηλιτεύσει, ὅπως ἀποδεικνύεται μέσω τῶν Ἱερῶν Γραφῶν, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί τήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό. Οἱ φρικώδεις λόγοι τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἠτοιμασμένο τω διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ», ἀποδεικνύουν τά πράγματα.

Δέν ἔχει καμμία θέση στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ Ὠριγενιστική θεωρία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, μέ τήν ὁποία ἐρωτοτροποῦν καί μερικοί σύγχρονοι «ὀρθόδοξοι» θεολόγοι. Σύμφωνα μ’αὐτή, ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ καλοῦ. Τά πάντα δημιούργησε «καλά λίαν». Τό κακό δέν ἔχει τή βάση του στόν Θεό, γιατί ὁ Θεός «οὐκ ἔστιν τῶν κακῶν αἴτιος». Τό κακό ἐμφανίσθηκε μεταγενεστέρως. Δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ἐξ αἰτίας τῆς κτιστότητος καί τῆς τρεπτότητός του, κάνοντας κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἐπινόησε καί ἐπέλεξε τό κακό. Πρωταίτιος καί ἐφευρέτης τῆς κακίας εἶναι ὁ διάβολος, καί συναίτιος, θύμα τῆς κακίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄρα, τό κακό δέν ἔχει ὑπόσταση, εἶναι παρυπόσταση˙ δέν ἔχει ὀντολογία, δηλ. δέν εἶναι δημιουργός τοῦ κακοῦ ὁ Θεός. Τίποτε, ὅμως, δέν νικᾶ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τό ἔλεός Του. Ἑπομένως, οὔτε καί τό κακό μπορεῖ νά ὑπερισχύσει τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, στό τέλος τῆς ἱστορίας θά ἐπικρατήσει μόνο τό καλό, δηλ. ὁ Θεός, ἐνῶ τό κακό θά ἐξαφανισθεῖ παντελῶς. Ἀκόμη καί τό πῦρ τῆς κολάσεως, κατά τόν  Ὠριγένη, εἶναι καθάρσιο καί ἰαματικό καί ὄχι τιμωρό. Ἑπομένως, κι αὐτή ἡ κόλαση ὑπάρχει ὡς θεραπευτήριο καί δέν εἶναι ἀπέραντη. Ἐφ’ ὅσον τό κακό θά σταματήσει νά ὑπάρχει, δέν θά εἶναι αἰώνιο, οὔτε καί ἡ κόλαση θά εἶναι αἰώνια.

Ὅμως, θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Ὠριγένης ἔχει ἀναθεματισθεῖ καί καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ε΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο (653) γιά τά μισαρά δόγματα, πού φλυαροῦσε, ἀνάμεσα στά ὁποία ἦταν ἡ θεωρία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων καί ὅτι ἡ κόλαση ἔχει τέλος. Ἡ Σύνοδος ἐπίσης ἐξέθεσε εἰκοσιπέντε ἀναθεματισμούς ἐναντίον τῶν Ὠριγενιστῶν. Ἄρα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διά ἀλαθήτου ἀποφάνσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει ἀπορρίψει καί καταδικάσει αὐτή τήν θεωρία. Ἄλλωστε, ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη ὅτι ἡ κόλαση ἔχει τέλος, ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση μέ ἁγιογραφικά χωρία, ὅπου ὀφθαλμοφανῶς κηρύττεται ὅτι ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια, ὅπως τά Mτθ. 25,46, Μρκ. 3,29, Β΄ Θεσ. 1,9 καί Ἀποκ. 14,11 διότι εἶναι καθαρά θέμα ἐλευθέρας προσωπικῆς ἐπιλογῆς!!! Καί ἑπομένως ὁ σεβόμενος πλήρως τήν ἐλευθερία τῶν κτισμάτων Του Θεός, θά ἀνέτρεπε τήν θεόσδοτη ἐλευθερία τοῦ προσώπου παρεμβαίνων καί ἀνατρέπων τήν προσωπική ἐπιλογή.

Ὅλα τά προαναφερθέντα ἔχουν ἄμεση καί ἄρρηκτη σχέση μέ τήν σωτηρία, τόν ἐξαγιασμό, τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχουν δηλ. σωτηριολογικές συνέπειες. Εἶναι θέμα ζωῆς καί θανάτου, μετοχῆς τοῦ Παραδείσου ἤ τῆς κολάσεως. Ὅποιος διακατέχεται ἀπό τά αἰσχρά καί ἄτιμα πάθη καί δέν τά καταπολεμᾶ ἐν μετανοία, ἀλλά ἀντιθέτως ὑπερηφανεύεται γι’αὐτά καί προσπαθεῖ νά τά νομιμοποιήσει ἐπίσημα καί θεσμικά ὡς φυσιολογικά, δέν σώζεται, χάνει τόν Παράδεισο. Ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Παύλου, πού εἶναι τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σαφέστατος, καθαρός καί ξάστερος˙ «μή πλανᾶσθε˙ οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδωροι, οὐχ ἄρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι».

Ἀπό τά ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται πασίδηλα ὅτι ἡ δῆθεν σχετική πρόοδος καί δημοκρατική εὐαισθησία, τά δῆθεν σχετικά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» καί ὁ δῆθεν ἐλεύθερος αὐτοπροσδιορισμός καί προσανατολισμός περί τό γενετήσιο ἔνστικτο καί τήν ταυτότητα τοῦ φύλου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ καταβαράρθρωση καί ὁ καταποντισμός τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καί ἀξιοπρέπειας καί ὁ πλήρης εὐτελισμός τῆς ἐννοίας «ἄνθρωπος», πού στήν ἑλληνική γλώσσα σύγκειται ἀπό τό ἐπίρρημα «ἄνω» καί τό ρῆμα «θρώσκω», πού σημαίνει «ἄνω βλέπω, ἄνω φέρομαι».

Συμπερασματικῶς ἐπισημαίνουμε ὅτι ὅ,σα καί ἄν διανοοῦνται διεστραμμένα οἱ ἄνθρωποι, ὅσες καί ἄν εἶναι οἱ δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως ἀστάθειές τους, καί ὅποια θέση κι ἄν ἔχουν στόν κόσμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, σύντομα ὁ καθένας μας θά βιώσει τήν Ἀλήθεια τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καί ἤδη ἀπό αὐτῆς τῆς ζωῆς προγεύεται τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως. Ἐπιπροσθέτως, θά πρέπει νά ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἡ Δευτέρα Παρουσία δέν θά ἐπισυμβεῖ σέ ἕνα ἀπώτατο ἀπροσδιόριστο μέλλον, ἀλλά στήν ὁριακή στιγμή τοῦ θανάτου του, ὁ ὁποῖος ὡς κλέπτης ἔρχεται «ὀψέ ἤ μεσονυκτίου ἤ ἀλεκτροφωνίας ἤ πρωΐ».

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Σεραφείμ σε Σαμαρά: "Πωλείτε την ψυχή σας σε τιμή ευκαιρίας για μερικούς μήνες πρωθυπουργίας»


Σεραφείμ σε Σαμαρά: "Πωλείτε την ψυχή σας σε τιμή ευκαιρίας για μερικούς μήνες πρωθυπουργίας»
Νέα επίθεση στην κυβέρνηση από ιεράρχη για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Μετά τις βολές που εξαπέλυσε ο μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, σειρά πήρε και ο «σκληροπυρηνικός» μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ

Απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό αναφέρει: ««Ελπίζω να συνειδητοποιήσετε ότι εμμένοντας στο άθλιο αυτό νομοθέτημα πωλείτε σε τιμή ευκαιρίας την ψυχή σας για μερικούς μήνες πρωθυπουργίας». Ειδικά για το σύμφωνο συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών ο ιεράρχης εξαπολύει επίθεση τόσο στον Αντ. Σαμαρά όσο και στον Ευάγγελο Βενιζέλο, υποστηρίζοντας ότι με τις συγκεκριμένες τροπολογίες προβλέπεται η προστασία των ομοφυλόφιλων.

«Διαμαρτυρόμεθα, διότι αναλάβατε εσείς μετά του φίλου κ. Ευάγγελου Βενιζέλου και ρόλο "Δημιουργού", αφού με το υπό κρίση σχέδιο νόμου καθιερώνεται στην έννομη τάξη της Ορθοδόξου Χριστιανικής Ελλάδος από τη δική σας κυβέρνηση και έτερος γενετήσιος-σεξουαλικός προσανατολισμός και ετέρα ταυτότητα φύλου εκτός του ανδρός και της γυναικός και ανακηρύσσεται η ψυχοπαθολογική εκτροπή και η αντιαισθητική μίμηση του ετέρου φύλου ως προστατευόμενο έννομο αγαθό από την ελληνική έννομη τάξη», αναφέρει ο μητροπολίτης.

Αλλά ο κ. Σεραφείμ δε μένει μόνον εκεί. Εξαπολύει επίθεση κατά των μεταναστών και των ομοφυλοφίλων σε μια έξαρση ρατσισμού.

Αφού επαναλαμβάνει τον χαρακτηρισμό του «παγανιστικού και ναζιστικού κόμματος» για τη Χρυσή Αυγή τονίζει ότι η λύση θα βρεθεί με τη ριζική αντιμετώπιση των αιτιών, δηλαδή «την ασύδοτη επέλαση στη χώρα παρανόμων μεταναστών και την τραγική ύφεση που συνεχίζονται και έχουν μεταβάλει την πατρίδα σε γκέτο χαμένων ψυχών».

Το ρατσιστικό παραλήρημα κορυφώνεται από τον μητροπολίτη Πειραιώς με απίστευτους χαρακτηρισμούς κατά της ομοφυλοφιλίας: «ασεβής οντότητα», «ψυχοπαθολογική εκτροπή», «αντιαισθητική μίμηση του έτερου φύλου ως προστατευόμενο έννομο αγαθό από την ελληνική έννομη τάξη».

Συνεχίζοντας, ο μητροπολίτης Πειραιώς εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τη μη αναφορά στο νομοσχέδιο «στις γενοκτονίες του ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού και των Αρμενίων», ενώ συγχαίρει τους 38 βουλευτές της ΝΔ που αντέδρασαν στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Σε ανάλογο πνεύμα, κινείται και ο μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας, ο οποίος ζητά σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό να μην ψηφιστεί το νομοσχέδιο, το οποίο χαρακτηρίζει «ελεεινό».

Ο συγκεκριμένος ιεράρχης επικεντρώνεται στο σύμφωνο συμβίωσης το οποίο, όπως σημειώνει, είναι «ενάντιο προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας», προσθέτοντας μάλιστα πως ο λαός και οι κληρικοί δεν θα αφήσουν τον λαό «να αγωνίζεται μόνος του για την υπεράσπιση των δώρων πού έλαβε από τον Θεό». Σημειώνει επίσης ότι όλοι είναι εναντίον του πρωθυπουργού για το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο «θα μας απαγορεύει να πούμε ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι "κύνες"».

Τέλος, οι μητροπολίτες Αιτωλοακαρνανίας και Κυθήρων στην κοινή επιστολή τους αναφέρουν ότι το νομοσχέδιο ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, ενώ δηλώνουν ότι συντάσσονται με τις απόψεις του μητροπολίτη Πειραιώς.

Οι δύο μητροπολίτες αναφέρουν ότι δεν είναι ώρα για νομικά επιχειρήματα εναντίον του νομοσχεδίου, διότι ήδη έχουν γραφτεί κείμενα τα οποία καταδεικνύουν την αντινομιμότητα και αντισυνταγματικότητά του.

Μητροπολίτης Σεραφείμ: Ανώμαλη σεξουαλική συμπεριφορά η ομοφυλοφιλία



Νέος «εξάψαλμος» του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ κατά της ομοφυλοφιλίας: Με εγκύκλιο που έστειλε στους ιερούς ναούς του Πειραιά, προτρέπει τους γονείς να ζητήσουν απαλλαγή των παιδιών τους από πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας που πρόκειται να υλοποιηθεί σε λίγο καιρό στα γυμνάσια και θα έχει θέμα μεταξύ άλλων και την ομοφυλοφιλία. Μάλιστα, στη σχετική εγκύκλιο ο μητροπολίτης Πειραιώς ενημερώνει πως την Κυριακή στις εκκλησίες θα υπάρχει…φωτοτυπημένο το έντυπο δήλωσης της απαλλαγής ώστε να το προμηθευτούν οι γονείς.

«Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές προστατεύστε τα παιδιά μας από την λαίλαπα χωματοποίησης της ψυχής τους και διαστροφής της προσωπικότητός τους. Δυστυχώς είναι εσχάτη ώρα!» λέει ο Σεραφείμ σε μία από τις πιο…λάιτ εκφράσεις που χρησιμοποιεί – στο γενικώς «σκληρό» κείμενό του – για να διατυπώσει τις απόψεις του για την ομοφυλοφιλία.

Υπενθυμίζεται πως για το ίδιο θέμα ο Σεραφείμ είχε στείλει την περασμένη εβδομάδα επιστολή διαμαρτυρίας στον Υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου ζητώντας του η σχετική εγκύκλιος που είχε στείλει το Υπουργείο στα σχολεία να αποσυρθεί και ουσιαστικά να μην πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα. Στα σχέδια του Υπουργείου ήταν η διοργάνωση θεματικής εβδομάδας για ζητήματα Διατροφής, Εθισμού-Εξαρτήσεων και Εμφύλων Ταυτοτήτων. Αλλά αυτό που ξεσήκωσε τον Σεραφείμ ήταν η ενότητα που αναφερόταν στην ομοφοβία και την τρανφοβία στην κοινωνία και το σχολείο. Τα σχολεία θα έπρεπε έως τις 10 Φεβρουαρίου να ενημερώσουν για το σχέδιο υλοποίησης της θεματικής εβδομάδος. Φαίνεται όμως πως εκπαιδευτικοί και Υπουργείο λογάριαζαν χωρίς τον…Σεραφείμ.

Και τι δεν λέει στην εγκύκλιο που έχει στείλει στις ενορίες της Μητρόπολής του ο Σεραφείμ και η οποία θα διαβαστεί την Κυριακή στους ναούς. Το κείμενο ξεκινάει με την οδηγία του: «Νά αναγνωσθή ευκρινώς αντί κηρύγματος κατά τήν Κυριακή 29η Ἰανουαρίου ε.ε.. και να ευρίσκωνται εις το επιτροπάτο φωτοτυπημένες οι συνημμένες δηλώσεις γιά νά παραληφθούν από τούς πιστούς γονείς ή κηδεμόνες μαθητών Γυμνασίου».

Το φωτοτυπημένο έντυπο απαλλαγής που θα υπάρχει στους ναούς


Στη συνέχεια ο Σεραφείμ αναφέρει: «Σήμερα o Σατανάς σηκώνει πάλι με αυθάδεια το κεφάλι και απειλεί να καταστρέψει ό,τι ωραίο, υψηλό, ηθικό, πνευματικό, χριστιανικό, ευαγγελικό, αποστολικό καί πατερικό, έχει κατορθωθεί κατά το δισχιλιετές διάστημα της ζωής και δράσεως της ορθοδόξου Εκκλησίας». Πιο κάτω, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν λέει για την ομοφυλοφιλία χαρακτηρίζοντάς την ανώμαλη σεξουαλική συμπεριφορά: «Η δημόσια προβολή της ομοφυλοφιλίας, εκτός του ότι προσβάλλει την δημόσια αιδώ και την θρησκευτική μας συνείδηση, στέλνει πρός τούς νέους μηνύματα ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς καί αποτελεί τορπίλλη στά θεμέλια της ελληνικής οικογένειας καί της κοινωνίας μέ τό οξύ δημογραφικό πρόβλημα, αλλά καί αιτία ψυχοπαθολογικών διαταραχών στά παιδιά, πού θά ανατραφούν από ομοφυλοφιλικά ζεύγη, όπως επιδιώκεται».

Και καταλήγει, λέγοντας για τη θεματική εβδομάδα και κατηγορώντας το Υπουργείο για αυταρχική και αντιδημοκρατική συμπεριφορά: «(…) επιδιώκεται η απενοχοποίησι στίς συνειδήσεις των μικρών μαθητών Γυμνασίου της ομοφυλοφιλίας καί η εμπέδωσι στίς συνειδήσεις τους τις δυνατότητος ανατροπής της ανθρώπινης φυσιολογίας ώστε τά αγόρια καί τά κορίτσια νά μήν θεωρούν ως δεδομένο τό φύλο πού ο Θεός τούς δώρισε κατά τήν σύλληψη καί γέννηση τους αλλά καλούνται νά αποφασίσουν νά διαλέξουν τό φύλο πού νομίζουν ότι προτιμούν. Αντιλαμβάνεσθε τό μέγεθος του εγκλήματος κατά των παιδιών μας πού επιχειρεί στό όνομά μας καί χωρίς τή γνώμη μας, αυταρχικά καί αντιδημοκρατικά η ελληνική Πολιτεία καί μάλιστα διά της εκπαιδευτικής διαδικασίας»

Πειραιώς Σεραφείμ για Πανορθόδοξη: Θα έπρεπε να καταδικάσει τον Παπισμό



Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ απέστειλε προς την Διαρκή Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος επιστολή, σχετικώς με την προσεχή σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.


Σε αυτήν αναφέρει μεταξύ άλλων πως στην Πανορθόδοξη Σύνοδο του Ιουνίου θα έπρεπε “να έχει πρωταρχική θέση και πρώτη προτεραιότητα η ανάγκη συνοδικής καταδίκης όλων των μετά τον 8ον αιώνα εμφανισθεισών αιρέσεων με επικεφαλής τον Παπισμό”

Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή:

Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι,

Ἐλάβον τὴν ἀπὸ 16ης Φεβρουαρίου 2016 μὲ ἀριθμ. πρωτ.755/16-2-2016, Ὑμετέραν ἐπιστολὴν διὰ τῆς ὁποίας κοινοποιεῖτε εἰς ἐμέ, κεφαλαιωδῶς καὶ συνοπτικῶς, ἅπαντα τὰ ἀφορώντα εἰς τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἤτοι εἰς τὴν ἱστορικὴν πορείαν τῆς προετοιμασίας αὐτῆς, τὸν ρόλο καὶ τὴν συμβολὴ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας στὴν τελικὴ διαμόρφωση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, τὴν ὁμόφωνη ἀποδοχὴ αὐτῶν ὑπὸ τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (Σαμπεζὺ 10-17 Ὀκτ. 2015), κατόπιν ἐπικαιροποιήσεως ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν, τὴν ἔγκρισιν ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, (Σαμπεζὺ 21-27 Ἰαν. 2016), τοῦ Κανονισμοῦ Ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σύνοδου, ὡς καὶ τὸν καθορισμὸ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχιερατικῶν μελῶν, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας στὴν ἐν λόγω Σύνοδο. Ἐν τέλει δὲ προσκαλεῖτε καὶ προτρέπετε «πάντας τους μὴ μετέχοντας εἰς τὴν ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς νὰ ἐκφράσουν ἐγγράφως τὰς οἴας ἔχουν ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων κειμένων κρίσεις ἢ προτάσεις πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον, διὰ νὰ μελετηθοῦν αὖται καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν εἰς τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης συνόδου, διότι διὰ τῶν ὑμετέρων ἐποικοδομητικῶν προτάσεων θὰ καταστῆ ἠχηροτέρα ἡ ἐν τὴ Συνόδω φωνὴ τῆς ἡμετέρας ἀντιπροσωπείας».

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἀνταποκρινόμενος εἰς τὴν ὑμετέραν παράκλησιν καὶ προτροπήν, ἐπιθυμῶ νὰ θέσω ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν τὰ ἀκόλουθα:

Α) Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀντιπροσωπείας τῶν 24 ἀρχιερατικῶν μελῶν.

Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο ἔχει προκαλέσει σφοδρὲς ἀντιδράσεις στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, καὶ τοῦτο διότι, ὅπως θὰ καταδειχθεῖ κατωτέρω , ἡ τοιαύτη ἀντιπροσώπευσις ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν δισχιλιόχρονη συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἡ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ἐπιχειρεῖ κατὰ τρόπο περίεργο, νὰ δικαιολογήσει αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ καινοτομία μὲ τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι δῆθεν, κατὰ τὴν «συγκρότησιν καὶ τὴν λειτουργίαν πασῶν τῶν μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (325) συγκληθεισῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἤτοι μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος εἰς τὰς σχέσεις τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν», «προσεκαλοῦντο πάντοτε μόνον τριμελεῖς ἢ ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἑκάστης ἐπαρχίας». Καὶ ὅτι «μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος ὑπὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ἤτοι εἰς τὰς Ε΄, ΣΤ΄, καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, ὀλιγομελεῖς ἤσαν αἳ ἀντιπροσωπεῖαι καὶ τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πολυμελῆ ἀντιπροσωπεία ἀρχιερέων τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς νὰ μειοῦται ἡ ἴση ἀξία τῆς ψήφου τῆς ἀντιπροσωπείας ἑκάστου Πατριαρχείου διὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἀπαραιτήτου ὁμοφροσύνης τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων».

Ἡ Ἐγκύκλιος παρουσιάζει κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, μία ἐλλιπῆ θεώρηση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ προβλήματος. Κατ’ ἀρχὴν παντελῶς ἀμάρτυρος στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι κατὰ τὰς Συνόδους «προσεκαλοῦντο πάντοτε μόνον τριμελεῖς ἢ ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἑκάστης ἐπαρχίας». Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν συνοδικῶν μελῶν, ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὰς Οἰκουμενικάς Συνόδους, μαρτυροῦν ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν 318, κατὰ τὴν Β΄ 150, κατὰ τὴν Γ΄ 200, κατὰ τὴν Δ΄ 630, κατὰ τὴν Ε΄ 165, κατὰ τὴν ΣΤ΄ 289, κατὰ τὴν Πενθέκτη 240, κατὰ τὴν Ζ΄ 367, ἐνῶ κατὰ τὴν Η΄ 383. Ἡ ἀντιπροσώπευση, βεβαίως ἴσχυε, ἀλλὰ μόνον σὲ περίπτωση ἀδυναμίας κάποιων Ἐπισκόπων, ἢ Πατριαρχῶν νὰ παραβρεθοῦν στὴ Σύνοδο. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ σχετικῶς ὅτι «Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἦσαν μεγάλαι συνελεύσεις ἐπὶ τὸ αὐτὸ τῶν ἐξ’ ἁπάσης της χριστιανικῆς Οἰκουμένης ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας, πρὸς κοινὴν συνδιάσκεψιν καὶ ἀπόφανσιν ἐπὶ σοβαρῶν δογματικῶν καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἀναφερομένων εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν, ὑφ’ ἢς ἀνεγνωρίζοντο καὶ ἐγένοντο δεκταὶ αἳ λαμβανόμεναι ἀποφάσεις» (Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ.1, Ἀθήνα 1960, σέλ. 105-106).

Ἐπίσης ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος οὐδέποτε ἐλειτούργησε οὐσιαστικὰ εἰς βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Καὶ τοῦτο, διότι σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὁ κάθε ἐπίσκοπος κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου. Δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικό, οὔτε ἐκκλησιολογικὸ ἡ συμμετοχὴ μόνον εἰκοσιτεσσάρων Ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν Ἐπισκόπων, ποὺ θὰ μετάσχουν. Μήπως εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν στὴ Σύνοδο καὶ ποῦ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες; Ποιὸς γνωρίζει καὶ ποιὸς θὰ μεταφέρει στὴ Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως νὰ τονιστεῖ τὸ γεγονός, ὅτι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτὸς τῶν ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καὶ κληρικοὶ κατωτέρων βαθμῶν, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρίτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθὼς καὶ ὁ πιστὸς λαός. Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θὰ εἶναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρὶς Ὀρθοδόξους. Εἶναι προφανὲς ὅτι μὲ τὸν ἀντιπαραδοσιακὸ αὐτὸ τρόπο τῆς δι’ ἀντιπροσώπων συγκροτήσεως τῆς Συνόδου ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ποὺ θὰ εἶναι ἀνατρεπτικές της Παραδόσεως, ἢ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγω μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ Ἐπισκόπων.

Β) Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ὀνομασίας τῆς Συνόδου ὡς Πανορθοδόξου καὶ ὄχι Οἰκουμενικῆς, τῆς ἀποφάσεως: μία ψῆφος -μία Ἐκκλησία καὶ τῆς ὁμοφωνίας.

Παντελῶς ἀβάσιμο θεωροῦμε ἐπίσης τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ παν. Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὅτι δῆθεν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο Πανορθόδοξη, διότι δὲν θὰ συμμετέχει σ’ αὐτὴν ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ «Ἐκκλησία». Ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπομειώνει τὴν καθολικότητά της. Οὐδέποτε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ ἅγιοι Πατέρες διενοήθησαν νὰ προσκαλέσουν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καταδικασμένους ἀπὸ προηγούμενη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο αἱρετικούς, γιὰ νὰ παραστοῦν ὡς μέλη, προκειμένου νὰ προσδώσουν οἰκουμενικὸ κύρος στὴν ὑπ’ αὐτοὺς συγκροτούμενη Σύνοδο. Γιὰ παράδειγμα οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν θεώρησαν ἀναγκαῖο νὰ προσκαλέσουν καὶ τοὺς Ἀρειανούς, γιὰ νὰ παραστοῦν ὡς μέλη τῆς Συνόδου.

Παντελῶς ἀμάρτυρη στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτη, εἶναι καὶ ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τὸ ὀρθὸν εἶναι ὅτι κάθε ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καὶ ὄχι κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία. Παραλλήλως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται καὶ αὐτὴ μέσα σὲ ἀντιπαραδοσιακὰ πλαίσια. Ἡ παραδοσιακὴ τακτικὴ λήψεως ἀποφάσεων σὲ μία Σύνοδο εἶναι ἡ κανονικὴ ἀρχή, ποὺ ὁρίζει ὅτι «ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω» (ΣΤ΄ Κανὼν τῆς Ἃ΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Κατόπιν αὐτῶν εὐλόγως τίθενται τὰ ἐρωτήματα: Βάσει ποιῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἢ βάσει ποίων συνοδικῶν ἀποφάσεων οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κατὰ τὴν Σύναξη, ποὺ πραγματοποίησαν στὸ Φανάρι, (6-9 Μαρτίου 2014), ἐθεώρησαν ἑαυτοὺς ἁρμοδίους διὰ νὰ λάβουν τὶς ἀνωτέρω καινοφανεῖς καὶ ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποφάσεις; Οἱ ἀνωτέρω αὐθαίρετες ἀποφάσεις τῶν Προκαθημένων δὲν ἔρχονται ἄραγε εἰς εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὸν ΛΔ΄ Ἀποστολικὸ Κανόνα ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρῆ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλὴν καὶ μηδὲν τί πράττειν περιττὸν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης…Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τί».


Β) Ὡς πρὸς τὸ Προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον».

α) Γενικὲς παρατηρήσεις

Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἀπεφάσισε νὰ συνενώσει τὰ δύο θέματα τῶν Α΄ καὶ Γ΄ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων μὲ τίτλους: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» καὶ «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνηση» σὲ ἕνα μὲ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον». Η Γ΄ Προσυνοδικὴ κατὰ τὴν μελέτη τῶν ἐν λόγω θεμάτων προχώρησε σὲ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι τότε πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας και τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὸ Π.Σ.Ε. Ἡ κριτικὴ αὐτὴ ἀξιολόγηση, ὅπως καὶ ἡ ἀξιολόγηση τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὸ Π.Σ.Ε, ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς, παραδόξως ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κενό, γιὰ τὸ ἐν λόγω κείμενο. Εὐλόγως λοιπὸν τίθεται τὸ ἐρώτημα: Δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατὰ τὴν πιὸ ἐπίσημη καὶ κορυφαία αὐτὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία καλεῖται νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ νὰ ἀποφανθεῖ συνοδικά, νὰ ἐξετάσει καὶ νὰ ἀξιολογήσει τὴν πορεία τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὅπως καὶ τὴν συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε.;Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐν λόγω ἐνημέρωση καὶ κριτικὴ ἀξιολόγηση εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητη, προκειμένου ἡ Σύνοδος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο ἔφθασαν οἱ Διάλογοι καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία τῶν, ἢ τὸν τερματισμὸ των.Ἡ ἀποσιώπησις καὶ ἡ μὴ ἐνημέρωσις, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ μαρτυρεῖ, παρὰ τὸ ὅτι κάποιοι φοβοῦνται, μήπως ἡ εἰλικρινὴς καὶ δημόσια παραδοχὴ τῆς ἀποτυχίας τῶν Διαλόγων τινάξει κυριολεκτικὰ στὸν ἀέρα ὁλόκληρη τὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ ὁδηγήσει σὲ ὁριστικὸ τερματισμὸ των; Μία τέτοια ὅμως τακτική, κατὰ τὴν ὁποία κάποιοι ἐπιχειροῦν νὰ φιμώσουν τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπουν νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ὑψίστη ἀποστολή της καὶ νὰ ἀποφανθεῖ κυριαρχικὰ καὶ ὑπεύθυνα, πάνω στὸ ἐν λόγω θέμα, μαρτυρεῖ σεβασμό, ἢ καταφρόνηση στὸ Συνοδικὸ Θεσμό;

Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ κενὸ ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι στὸ ἐν λόγω κείμενο πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ αἱρέσεις καὶ πλάνες, ὡσὰν αὐτὲς νὰ ἔπαυσαν νὰ ἐμφανίζονται στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ 8ου αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν. Ὅπως εἶναι γνωστό, βασικὴ καὶ πρωταρχικὴ αἰτία συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο ὑπῆρξε ἡ ἀνάγκη συνοδικῆς καταδίκης τῶν ἑκάστοτε ἐμφανιζομένων αἱρέσεων. Δὲν θὰ ἔπρεπε λοιπὸν καὶ στὴν ἐν λόγω Σύνοδο νὰ ἔχει πρωταρχικὴ θέση καὶ πρώτη προτεραιότητα ἡ ἀνάγκη συνοδικῆς καταδίκης ὅλων τῶν μετὰ τὸν 8ον αἰώνα ἐμφανισθεισῶν αἱρέσεων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμό, ἔτσι ὥστε καὶ ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ ἀποτελεῖ ὄντως ὀργανικὴ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας; Στὸ ἐν λόγω Κείμενο, ὄχι μόνο ἀπουσιάζει ἡ παραμικρὴ ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις καὶ πλάνες, ἀλλὰ ἀντίθετα παρουσιάζονται οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν ὡς «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορές, ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (πάρ.11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἑτεροδοξία νὰ ὑπερβοῦν. Πουθενὰ στὸ κείμενο δὲν ἐκφράζεται ἡ ἀγωνία ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν αἱρέσεων, ἀφοῦ ἡ αἵρεση ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β΄ Τίμ.2,18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α΄ Τιμ.1,20) παρασύρει ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β΄ Πετρ.3,16). Οἱ δὲ αἱρετικοὶ χαρακτηρίζονται «ὡς λύκοι βαρεῖς… μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ.20,29).

β) Περαιτέρω σχολιασμὸς τῶν ἐπὶ μέρους παραγράφων του ὡς ἄνω κειμένου

Πέρα ἀπὸ τὶς παρὰ πάνω γενικὲς παρατηρήσεις, τὸ κείμενο αὐτό, ὅπως εὐστοχότατα παρατηροῦν ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης καὶ ὁ πρώτ. π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσω οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Θεολογικὴ ἀσάφεια ἐπίσης παρουσιάζουν οἱ ἐκφράσεις «διεστῶτες», καὶ «ἐγγὺς καὶ μακρὰν» (§ 4), διότι δὲν προσδιορίζεται σὲ ποιοὺς συγκεκριμένα ἀναφέρονται. Ἐπίσης ὁ ὅρος «χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες» (§ 6) χρήζει περαιτέρω ἀναλύσεως, διότι ὅπως εὐλόγως ἐρωτᾶ ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος «ποιὰ ἡ διαφορά τους καὶ ποιὸ στοιχεῖο τὶς χαρακτηρίζει, ὥστε ἄλλες νὰ ὀνομάζονται Ἐκκλησίες καὶ ἄλλες Ὁμολογίες; Ποιὰ εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ ἡ αἱρετικὴ καὶ ποία ἡ σχισματικὴ ὁμάδα, ἢ ὁμολογία;». Ἆραγε τὸ κείμενο, ἀναφέρεται μόνο στὶς Ὁμολογίες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σὲ διάλογο, (δηλ. Προχαλκηδόνιοι, Ρωμαιοκαθολικοί, Παλαιοκαθολικοί, Λουθηρανοί, Ἀγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι), ἢ σὲ ὅλες τὶς «Ἐκκλησίες»-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., (περισσότερες ἀπὸ 345, ἀπὸ Νεστοριανοὺς μέχρι καὶ Κουάκερους, Στρατὸ τῆς Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κόκ); Ἡ ἀνεπίτρεπτη αὐτὴ ἔλλειψη προσδιορισμοῦ καὶ συνεπακόλουθα ἡ γενικότητα καὶ ἡ ἀσάφεια στὴ διατύπωση αὐτὴ καθιστᾶ συνολικὰ τὸ κείμενο ἰδιαίτερα προβληματικό. Εἶναι ὅμως ἐπιτρεπτὸ σὲ τέτοιου εἴδους ἐπίσημα κείμενα οἱ συντάκτες του νὰ μὴν τολμοῦν νὰ διατυπώσουν μὲ σαφήνεια τὴν ἐκκλησιολογία πού πρεσβεύουν; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συντάσσονται κείμενα ποὺ θὰ ἀποτελέσουν πανορθόδοξες ἀποφάσεις ὑψίστου ἐπιπέδου καὶ νὰ παρουσιάζουν τόσες ἀσάφειες, ἀντιφάσεις καὶ διφορούμενες ἐκφράσεις ποὺ ἐπιδέχονται πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες καὶ παρερμηνεῖες; Δὲν θὰ ἔπρεπε τὰ κείμενα αὐτά, τὰ ὁποία πρόκειται στὸ μέλλον νὰ ἀποτελέσουν δογματικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔχουν μία κρυστάλλινη καθαρότητα καὶ διαύγεια νοημάτων καὶ μία θεολογικὴ πληρότητα, ὥστε νὰ ἀποκλείουν κάθε ἐνδεχόμενο παρερμηνείας;

Στὴν πάρ. 12 ἀναφέρεται: «Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῆ ὀρθῆ πίστει καὶ ἀγάπη ἑνότητος». Ὡστόσο ἡ ὀρθὴ πίστις δὲν εἶναι κάτι τὸ ζητούμενο, ἀλλὰ δεδομένο καὶ ὑφίσταται μόνο στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ ὀρθὴ διατύπωση θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι: «Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία». Πουθενὰ ὅμως στὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ἡ αἵρεση καὶ ἡ ὀρθὴ πίστις ἀντιμετωπίζονται ἐπὶ ἴσοις ὄροις καὶ ὅτι τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες τοῦ κείμενου εἶναι ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ μία οἰκουμενιστικοῦ, ἢ οὐνιτικοῦ τύπου ἑνότητα τῶν «ἐκκλησιῶν».
 
Θεολογικὴ σύγχυση προκαλεῖ καὶ ἡ ἀσάφεια στὸ ἄρθρο 20, τὸ ὁποῖο λέγει: «Αἱ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τὴ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)». Ὅμως οἱ Ἱεροὶ Κανόνες Β-7 καὶ Στ-95 δὲν ἀναφέρονται στοὺς «θεολογικοὺς διαλόγους», ἢ στὴν «ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας» ὁρισμένων Κοινοτήτων μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸν τρόπο ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία, (μὲ τὴ χρήση τῆς ἀκρίβειας, ἢ τῆς οἰκονομίας), μεμονωμένων αἱρετικῶν, ποὺ μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ φύγουν ἀπ’ αὐτή, ἐντασσόμενοι στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ κείμενο τοῦ Στ-95 (καὶ τοῦ Β-7) εἶναι ἀπολύτως σαφές: «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων» ταυτίζεται μὲ τὴν «Ὀρθοδοξία» καὶ διαφοροποιεῖται καὶ ἀντιδιαστέλλεται ὀξέως πρὸς αὐτὴ «τῶν αἱρετικῶν»! Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ αἱρετικοὶ πρὶν ἐνταχθοῦν στὴν Ὀρθοδοξία, ὅσο βρίσκονταν στὴν αἵρεση, δὲν ἀνῆκαν στὴ «μερίδα τῶν σωζομένων»! Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς κανόνες ποὺ ἐκφράζουν τὴν φιλάνθρωπη κατ’ οἰκονομία πράξη της, διακηρύσσει ὅτι ἡ «μερίδα τῶν σωζομένων» ταυτίζεται μὲ «τὴν ὀρθοδοξία» καὶ ὄχι μὲ τοὺς «αἱρετικούς». Δυστυχῶς, τὸ κείμενο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπικαλεῖται αὐτοὺς τοὺς Ι. Κανόνες, ἐν τούτοις πουθενὰ δὲν χαρακτηρίζει, ὅπως εἴδαμε, τὶς ἐκτός της Ὀρθοδοξίας Κοινότητες ὡς «αἱρέσεις».

Πέραν αὐτῶν ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν Ι. Κανόνων ποὺ ἐπικαλεῖται ἡ παραγρ. 20 τοῦ Κειμένου, (Β-7 καὶ Στ-95), τὸ μοναδικὸ κριτήριο γιὰ τὴ χορήγηση τῆς οἰκονομίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ἔχει ρητὰ καταγραφεῖ στοὺς συγκεκριμένους Ι. Κανόνες, εἶναι, τουλάχιστον, ἡ τήρηση τοῦ ἀκριβοῦς βαπτιστικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Εἶναι σαφεῖς οἱ κανόνες: στοὺς Εὐνομιανούς, μία ἀπὸ τὶς ἀρειανικὲς παρατάξεις, δὲν χορηγεῖται ὁ κατ’ οἰκονομίαν τρόπος εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία (λίβελος, χρίσμα) ποὺ παρέχεται στοὺς λοιποὺς Ἀρειανούς, διότι, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ κανόνες Β-7 καὶ Στ-95, οἱ Εὐνομιανοὶ εἶναι «οἱ εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Ἡ Ἐκκλησία δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν τριῶν καταδύσεων. Τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη εἶναι: Γιὰ τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δὲν τηροῦν ὄχι μόνο τὴν τριπλῆ, ἀλλὰ οὔτε καν τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν, καὶ ἁπλῶς βρέχουν τὸ τριχωτὸ μέρος τῆς κεφαλῆς μὲ λίγες σταγόνες νερό, μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τοὺς Β-7 καὶ Στ-95 γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε σήμερα ὡς γενικὸ κανόνα ἐφαρμοζόμενο σὲ ὅλους τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ὀρθοδοξία;

Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω ὅτι οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ υἱοθετήσουν τὴν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ νομοθετήσουν ἔτσι ὡς δόγμα τὴν θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» κατ’ ἀπομίμηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, περικόπτουν ὅ,τι δὲν τοὺς βολεύει ἀπὸ τοὺς Ι. Κανόνες Β-7 καὶ Στ-95 καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ “τραβάνε” γιὰ νὰ τὸ φέρουν στὰ μέτρα τους: πχ. α) ἐπειδὴ ἡ κατ’ ἀκρίβεια πράξη τοῦ (ἀνὰ)βαπτισμοῦ ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Β-7 καὶ Στ-95 γιὰ τοὺς προσερχόμενους ἀπὸ τὶς περισσότερες αἱρέσεις δὲν τοὺς ἐξυπηρετεῖ, τὴν παραθεωροῦν ἐντελῶς, οὔτε καν τὴν ἀναφέρουν. β) Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες ἡ τριπλή κατάδυση στὸ βάπτισμα εἶναι βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας, ἀλλὰ δὲν βολεύει στοὺς οἰκουμενιστικοὺς σχεδιασμούς, σιωποῦν τελείως. γ) Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ μὲ τὶς ἄλλες βασικὲς προϋποθέσεις ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας, τὴν ἀπόταξη τῶν αἱρέσεων, τὴν καταδίκη τῶν αἱρεσιαρχῶν καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ συνόλου τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας. Καὶ ἐδῶ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς τὶς περιφρονοῦν. δ) Οἱ κανόνες μιλᾶνε γιὰ «αἱρέσεις», ὅμως τέτοια ὁρολογία εἶναι “ξένη” στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖ, ὅποτε τὴν “περικόπτουν”. ε) «Ξεχειλώνουν» τὴν οἰκονομία, ὅπως καὶ ὅσο τοὺς βολεύει, γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουν ἐκεῖ ὅπου οὐδέποτε μέχρι σήμερα τὴν ἀξιοποίησε ἡ Θεολογία καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας!

Τέλος, στὸ ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τὴ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπεκύρωσε, ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο τοῦ δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τοὺς ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὅποτε ὡς σὺν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι ὁ «συνοδικὸς Θεσμὸς» δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ὁλοκλήρου του Σώματος τῆς Ἐκκλησίας: οἱ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀνήκουν στὸ ἐν στενὴ ἐννοία συνοδικὸ «Σῶμα», ἐν τούτοις, ἀκριβῶς στὰ πλαίσια τοῦ «συνοδικοῦ θεσμοῦ», καλοῦνται νὰ ἐπικυρώσουν, ἢ νὰ ἀπορρίψουν τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεκδοχικὰ ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴ Σύνοδο. Αὐτὸ ἔχει ἀποδείξει ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ «συνοδικὸς θεσμὸς» ὡς συμμετοχὴ ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἔκφραση τῆς ἀλάθητης ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως Τῆς ἀποτελεῖ τὸν «ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως».

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης προσδιορίζει τὰ κριτήρια ὀρθοδοξίας τῆς Συνόδου: «Σύνοδος τοίνυν οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τὲ καὶ ἱερεῖς, καν πολλοὶ ὦσιν. Κρείσσων γὰρ εἰς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἢ μύριοι παραβαίνοντες, ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τὴ εἰρήνη καὶ φυλακὴ τῶν κανόνων». Σὲ ἐπιβεβαίωση τοῦ Στουδιτικοῦ λόγου ἔχουμε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πάμπολλες περιπτώσεις ἁπλῶν πιστῶν καὶ μεμονομένων ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀγωνίστηκαν μόνοι τους ἐναντίον πατριαρχῶν καὶ ψευτοσυνόδων! Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὡς ἁπλὸς μοναχός, ἀγωνίστηκε μόνος του μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς «γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως». Τί νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀλλοτριωμένο «συνοδικὸ σύστημα» τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀρνήθηκε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Γραικολατίνους «Ὀρθοδόξους», τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς ὁμόφρονές του ἐπισκόπους;

γ) Περὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε.

Τὸ κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) καὶ στὴ συμβολή του στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση μὲ ἔκδηλο ἐνθουσιασμό, ἐπισημαίνοντας ὅτι «αἱ Ὀρθόδοξοι κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ ΠΣΕ μετέχουν πλήρως καὶ ἰσοτίμως …καὶ συμβάλλουν δὶ’ ὅλων τῶν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17).
Ὡστόσο αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της, συνιστᾶ «μίξιν ἄμικτον καὶ τέρας ἀλλόκοτον». Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ καθηγητὴς Μουρατίδης: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική της ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τὴ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. προσκρούει «ἃ πριόρι» καὶ ἐξ’ ἀπόψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τουτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Διότι ἀλλεπάληλλα καὶ βεβαίως ἀναπάντητα παραμένουν ἐν προκειμένω τὰ ἐρωτήματα: Πὼς συμβιβάζεται ἡ ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας διεκδικουμένη ἀποκλειστικὴ ὑπ’ αὐτῆς ταύτησις μετὰ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν συμμετοχὴν αὐτῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε;…Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μία ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ συμμετέχη ὡς μέλος, νὰ ἐντάσσεται μετὰ τῶν ἄλλων αἱρέσεων ἰσοτίμως καὶ ἐκ πολλῶν ἀπόψεων νὰ τίθεται εἰς ἀπείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν ἔναντι τῶν αἱρέσεων, εἰς ἕνα κανονισμὸν καὶ νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς πλειοψηφίας τῶν αἱρετικῶν; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Μία, Ἁγία Ἐκκλησία νὰ μετέχει ἑνὸς ὀργανισμοῦ, ἐντός του ὁποίου νὰ συνεργάζεται μεθ’ αἱρετικῶν, νὰ συμπροσεύχεται μετ’ αὐτῶν καὶ νὰ λαμβάνει θέσιν ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν ὡς ἐκπροσώπων τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως εἰς τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητος; Ἢ τὸ ἔτι χεῖρον, νὰ συντάσσωνται θεολογικὰ κείμενα ὑπὸ αἱρετικῶν καὶ ἐν πλήρει σχεδὸν ἀπουσία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ νὰ ἐκπροσωποῦν τρόπον τινὰ τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Καθολικὴν Ἐκκλησίαν; Ἔτι πλέον. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ μετέχει εἰς ἕνα ὀργανισμόν, ἡ συμμετοχὴ εἰς τὸν ὁποῖον νὰ συνεπάγηται τὴν ἀλλοτρίωσιν θεμελιώδους δικαιώματος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ δηλαδὴ καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐξ’ ἢς ἀπεσχίσθησαν, δεδομένου ὅτι ὡς γνωστόν, βασικὴ ὑποχρέωσις τῶν μετεχουσῶν εἰς τὸ Π.Σ.Ε. «Ἐκκλησιῶν» εἶναι καὶ ἡ μὴ ἄσκησις προσηλυτισμοῦ; Τέλος δέον ἰδιαιτέρως νὰ ὑπογραμμισθῆ τὸ γεγονός, ὅτι διὰ τῆς συμμετοχῆς τῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε. ἡ Ὀρθοδοξία παρητήθη κατ’ οὐσίαν τῆς οἰκουμενικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ὑπὲρ τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπερ καὶ κατὰ τὴν γνώμην μου συνιστᾶ τὸ μέγιστον καὶ πλέον ὀδυνηρὸν πλῆγμα κατὰ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον εἶναι κεκλημένη νὰ ἐπιτελέση ἐν μέσω τοῦ συγχρόνου κόσμου». Πάνω στὸ ἴδιο θέμα ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς παρατηρεῖ: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χρι-στοῦ, νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Π.Σ.Ε; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία».

Γίνεται ἐπίσης λόγος στὸ κείμενο γιὰ «μαρτυρία τῆς ἀληθείας» (§ 17). Ὡστόσο τὰ γεγονότα μαρτυροῦν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Στὸν ὀργανισμὸ τοῦ Π.Σ.Ε, στὸν ὁποῖο δεσπόζει ἀσφυκτικὰ ὁ Προτεσταντισμὸς ἀπὸ ἀριθμητικῆς πλευρᾶς, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ἀδύνατον ὅπως εἶναι ἑπόμενο, νὰ ἔχουν τὸν ἔλεγχο τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀποφάσεών του. Σύντομα διαπιστώθηκε στοὺς διαλόγους καὶ στὰ παγκόσμια οἰκουμενιστικὰ συνέδρια, τὸ ἀμετακίνητό της γνώμης καὶ ἡ πεισματώδης ἐπιμονή τους στὶς ποικίλλες αἱρετικές τους διδασκαλίες. Ἡ στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων στὰ πρῶτα συνέδριά του ἦταν πράγματι ὁμολογιακή. Τὰ πράγματα ὅμως στὴν συνέχεια ἄλλαξαν. Ἡ ἀρχικὴ δυνατότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ διακηρύσσουν μὲ κοινὴ δήλωση, ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπαγορεύτηκε μετὰ τὴν Γ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961, καὶ ἐπιβλήθηκε ἡ ἄποψη νὰ συντάσσονται καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες. Προϊόντος του χρόνου ἡ προβληματικὴ κατάσταση ἀνάμεσα στὸ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους ἔγινε πιὸ αἰσθητὴ στὰ παγκόσμια οἰκουμενιστικὰ συνέδρια τοῦ San Antonio (Μάϊος 1989) καὶ τῆς Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως ὅμως στὴν ἕβδομη Γενικὴ Συνέλευση στὴν Camperra τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1991, ὅπου διαφάνηκε ξεκάθαρα ἡ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη προσέγγιση τοῦ Τριαδολογικοῦ δόγματος καὶ κυρίως τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ σὲ ἐπικρατοῦσες τάσεις ἐντός τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου…Ἐπίσης ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴ λήψη ἀποφάσεων ἐντός του Π.Σ.Ε, ἔστω καὶ ἄν ἀναβαθμίστηκε μετὰ τὸ 2002, ἦταν περορισμένη καὶ στὴν οὐσία ἀδύναμη νὰ ἐπηρεάση τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς καὶ ἀποφάσεις ἐπὶ οὐσιαστικῶν θεμάτων, ἐξ’ αἰτίας τῆς πληθώρας τῶν ψήφων ποὺ κατεῖχαν, ἀλλὰ καὶ κατέχουν οἱ διάφορες προτεσταντικὲς ὁμάδες-μέλη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ συζητοῦνταν θέματα ἄσχετα πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη προβληματική. Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση αὐτὸ ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἀμφισβητεῖται εἶναι ἡ ὕπαρξη ἀποτε-λεσμάτων ὕστερα ἀπὸ πολύχρονη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. Tόν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ μεγάλων Ὀρθοδόξων Θεολόγων, ποὺ ἐκπροσώπησαν τὴν Ὀρθοδοξία στὸ Π.Σ.Ε, γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη δυνατότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας, ἀρχίζει σιγὰ σιγὰ νὰ διαδέχεται δισταγμός, ἀπογοήτευσις καὶ ἐπιφυλακτικότης. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἐτόλμησαν νὰ ἐκφράσουν τὴν διαφωνία τους μὲ τὴν οἰκοῦμε-νιστικὴ γραμμὴ τοῦ Φαναρίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ παραίτηση τοῦ (καθηγητοῦ) Ἰωάννη Καρμίρη καὶ ἄλλων καθηγητῶν (Μ. Φαράντος, Στύλ. Παπαδόπουλος κ.α.) ἀπὸ τοὺς Διαλόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση πολλῶν καθηγητῶν ἀπέναντί τους λέγουν πολλά». Σὲ ἄλλο σημεῖο παρατηρεῖ: «Ἀντὶ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἐφθάσαμε στὴν ἀποδοχὴ στὴν πράξη τῆς ‘βαπτισματικῆς Θεολογίας’, τῆς ‘Θεολογίας τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), τῆς ‘κοινῆς διακονίας’ τῆς ‘διευρυμένης Ἐκκλησίας’ καὶ τοῦ ‘πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ’, ὅπως ὀρθότατα ἔχει ἐπισημανθεῖ…ὁ Οἰκουμενισμὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς τοῦ ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ποὺ δέχονται ὅμως ἀφόρητη πίεση. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν οἰκουμενιστῶν μας γιὰ μία δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται, διότι ‘αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ’». Σχετικὰ μὲ τὴν στάση τοῦ π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ: «Ἡ στάση τοῦ π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, ἔναντί του Π.Σ.Ἐ ἦταν ἰδιαιτέρως πατερικὴ καὶ ἁγιογραφική. Συνεχῶς ἐπέμενε στὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἁγία Γραφὴ μέσω τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἡγετικὲς θέσεις τοῦ ΠΣΕ καὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως». Ὁ καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας Στύλ. Παπαδόπουλος ἐπισημαίνει μὲ ἀπογοήτευση: «Οἱ διάλογοι: αὐτονόητοι, ἀναποτελεσματικοὶ καὶ προβληματικοί». Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν διαπιστώσεών του σχετικὰ μὲ τοὺς Διαλόγους παρατηρεῖ: «Δὲν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ὁμολογία νὰ ἐγκαταλείψει στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διαλόγων…Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικὲς πλευρὲς δυνατὸν νὰ δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας νὰ ἀλλάξουν. Ποτὲ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους». Ὁ καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας τὸ 1971 ἐσχολίαζε: «Ἡ ὑπὸ τοὺς σημερινοὺς ὅρους συμμετοχή μας εἰς τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐὰν δὲν ἐξασφαλιστεῖ, καθ’ οὖς ὅρους αὐτὸς ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τὸ νὰ φέρωσιν αἳ ἐνέργειαι καὶ ἀποφάσεις τοῦ συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχὶ τὴν προτεσταντικὴν ἀλλὰ τὴν Ὀρθόδοξον σφραγίδα ἐνδείκνυται νὰ ἀποχωρίσωμεν». Ἀποκαλυπτικὲς ὅσο καὶ ὀδυνηρὲς εἶναι ἐπίσης οἱ διαπιστώσεις τοῦ καθηγητοῦ π. Θεοδώρου Ζήση: «Ἡ ὑπερπεντηκονταετὴς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν στὸ Π.Σ.Ε, μέσα στὴν πανσπερμία, στὸ πλῆθος καὶ στὴν θεολογικὴ ἀναρχία καὶ σύγχιση τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, συνδεόμενη οὕτως ἢ ἄλλως στὴν πράξη, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις, μὲ ἐκκλησιολογικὲς παραχωρήσεις, συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρή-σεις, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀθροιστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκώμενη καρποφορία. Ἐξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀριθμητικά, δὲν εἴχαμε καμιὰ δυνατότητα μὲ τὸν ἐλάχιστο ἀριθμὸ ψήφων ποὺ διαθέταμε νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις… Νομιμοποιήσαμε ἐκκλησιολογικὰ μὲ τὴν παρουσία μας τὶς ποικίλες προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ παραφυάδες ὡς ‘ἐκκλησίες’, καὶ ὁδηγήσαμε σὲ εὐτελισμὸ καὶ ξεγύμνωμα τὴν ‘νύμφην Χριστοῦ’, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα, τὴν ἐδόξασε καὶ τὴν λάμπρυνε ὑπὲρ τὸν ἥλιον». Στὴν ἴδια γραμμὴ καὶ στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινοῦνται καὶ οἱ διαπιστώσεις καὶ ἐκτιμήσεις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τόσο σὲ παλαιότερα ὑπομνήματά τους πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσον ἐπίσης καὶ στὸ πρόσφατο της Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγίου Ὅρους, ποὺ ἀπεστάλη τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2007, ἐπισημαίνουν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ θεολογικὴ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν γίνεται δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τοῦ Π.Σ.Ε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 60ετή ἱστορία του καὶ ἀπὸ τὴν πολὺ μακρύτερη ἱστορία τῶν ὀρθοδοξοπροτεσταντικῶν ἐπαφῶν. Ὅλα δείχνουν, ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ ὁμογενοποίησις τῶν ἐκκλησιῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ». Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἁγιορειτικοῦ κειμένου ἐπισημαίνεται: «Τὸ Π.Σ.Ε. ὅπως λειτουργεῖ σήμερα εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικὸς μηχανισμός, ποὺ ἀμβλύνει τὸ δογματικὸ αἰσθητήριο καὶ κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακὴ ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα».

Θετικὰ ἐπίσης ἀξιολογεῖται ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (1950) τοῦ Π.Σ.Ε. γιὰ τὴν ὁποία σημειώνεται «ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης ‘‘Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν’’ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον» (§ 19). Ὡστόσο στὴ δήλωση αὐτὴ (§ 2) τονίζεται ρητῶς ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας». Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»; Ἤ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (ὅπως ἐννοεῖται στὸ τὸ Π.Σ.Ε.) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ;

Μὲ ἱκανοποίηση ἐκφράζεται στὸ κείμενο ὅτι ἐγκρίθηκε ἡ εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε.» (§ 17). Καὶ ὅμως μὲ τὴν εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» μεταξὺ ἄλλων ἐγκρίθηκαν καὶ προτάσεις γιὰ «ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ» καὶ «διομολογιακὴ κοινὴ προσευχή», ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ κανονικὴ τάξη, καὶ ἀποβλέπουν νὰ προαγάγουν τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του μὲ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις.

Ἐπίσης τὸ κείμενο ἀξιολογεῖ θετικὰ τὴ «θεολογικὴ προσφορὰ» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε, γιὰ τὴν ὁποία γράφει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς ‘Πίστις καὶ Τάξις’ καὶ μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τὴν μέχρι τοῦδε θεολογικὴν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα, τὴ σπουδαῖα συνεργία καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων, τὰ ὁποία ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». (§ 21). Ἐπὶ τὴ βάσει ὅμως ποίων δεομένων καὶ ποίων στοιχείων οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου φθάνουν σ’ αὐτὰ τὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα; Πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ θετικὴ ἀξιολόγηση, ὅταν γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα ἔχουν διατυπώσει κατ’ ἐπανάληψιν πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις, ποὺ ἔχουν μάλιστα καταγραφεῖ ἀκόμα καὶ στὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Πανορθόδοξης Προσυνοδικῆς Διασκέψεως; Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὴν παρατήρηση τοῦ Τρανσυλβανίας Ἀντωνίου, (Πατριαρχείου Ρουμανίας), στὴν ὡς ἄνω Διάσκεψη: «Κατὰ τὸ θέρος αὐτὸ (1986), προεδρεύων τῆς συνελεύσεως τοῦ Τμήματος Ἰ τοῦ Π.Σ.Ε, διεπίστωσα ὅτι ὑπάρχουν πολλαὶ ἐπιφυλάξεις διὰ τὸ κείμενον τοῦ Β.Ε.Μ. (Βάπτισμα-Εὐχαριστία-Ἱερωσύνη). Καὶ ἡμεῖς εἰσέτι, ὅτε ἠξιολογήσαμεν τὸ κείμενον τοῦτο ἐν Βοστώνη, διεπιστώσαμεν ὅτι ὑπάρχουν εἰσέτι ἀδιευκρίνιστα σημεῖα, ἴδια εἰς τὸν τομέα τῆς Ἱερωσύνης» (Συνοδικὰ ΙΧ, σ. 145). Ἐπίσης ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρός Χριστόδουλος, ὡς Μητροπολίτης Δημητριάδος, ἐδήλωσε: «ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου ἔχουν γίνει καὶ ἀρνητικαὶ κριτικαὶ τοῦ κειμένου τοῦ “Β.Ε.Μ”, ἡ δὲ ἡμετέρα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἠρνήθη νὰ συμμετάσχη εἰς τὴν διαδικασίαν τὴν ὁποίαν τὸ Π.Σ.Ε. ἔθεσε, δηλαδὴ νὰ γίνη ἀποδοχὴ τοῦ κειμένου αὐτοῦ» (Συνοδικὰ ΙΧ, σ. 150). Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα», ὅταν αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα εἶναι ἀλλότρια της ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης καὶ γεμάτα ἀπὸ προτεσταντικὲς κακοδοξίες;

Πέραν αὐτῶν πὼς δικαιολογεῖται στὸ ἐν λόγω κείμενο νὰ μὴν καταδικάζονται ρητῶς, ἀλλὰ νὰ ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα τὰ ὁποῖα συναντοῦμε στὸ Π.Σ.Ε, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς Ὁμολογίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. κ.ο.κ., πρακτικὲς οἱ ὁποῖες εἶναι πρόσφατοι καρποὶ τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας; Περιποιεῖ ἄραγε τιμὴ στὴν Ἐκκλησία μας τέτοια ἀτολμία στὴ διατύπωση τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὰ ὅσα ἀνίερα λαμβάνουν χώρα στὸν ἐπίσημο φορέα τοῦ Προτεσταντισμού, τόν Π.Σ.Ε; Καὶ πὼς ἔχουν τὴ ἀπαίτηση οἱ συντάκτες τοῦ κείμενου νὰ δεχθεῖ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔδωσε καὶ δίδει μέχρι σήμερα μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Π.Σ.Ε. τὴν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν μαρτυρία ἀδυνατεῖ νὰ τὴ δώσει καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ὑψίστη στιγμὴ τῆς συνοδικῆς ἐκφράσεώς της;
Τί νὰ ποῦμε ἐπίσης καὶ γιὰ τὰ ἐπίσημα κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε; Περιοριζόμαστε μόνο σὲ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πόρτο Ἀλλέγκρε (2006) : «Κάθε ἐκκλησία [σσ. ὑπὸ τὸν ὄρο «Ἐκκλησία» ἐννοοῦνται καὶ ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες ποῦ συμμετέχουν στὸ ΠΣΕ] εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἁπλὰ μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη [ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία]. Κάθε ἐκκλησία πληροὶ τὴν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες … Ἀκόμη καὶ τώρα ποῦ ἡ συμμετοχὴ στὴν ἴδια Εὐχαριστία δὲν εἶναι πάντοτε δυνατή, οἱ διηρημένες ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴν [μεταξύ τους] ἀμοιβαία ἐκτίμησι καὶ ὄψεις τῆς καθολικότητος … Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχότεροι». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ δυστυχῶς- καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε, ἀναγνωρίσαμε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν “καθολικότητα” (=πληρότητα ἀληθείας) τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων καὶ ἐπιπλέον διακηρύξαμε ὅτι ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἂν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, γιατί χωρὶς αὐτὲς εἴμαστε… «πτωχότεροι»! Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὴ ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θέσις ἑδράζεται καὶ στὸ κείμενο Β.Ε.Μ. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις», στὸ ὁποῖο ἀμφισβητεῖται ρητὰ ἀκόμα καὶ ἡ «καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ intercommunio: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς τῶν τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὁλογώτερον ἔκδηλος».
Εἶναι λοιπὸν φανερό, μετὰ ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀναφέραμε, ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἐπίπλαστη.

Γ) Ὡς πρὸς τὸ Προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο: «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνω κόσμω. Ἡ Συμβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καὶ λοιπῶν διακρίσεων».

Στὸ ἐν λόγω κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, στὴν 5η παράγραφο, (σέλ.3), διασαφίζεται, πῶς ἐννοοῦν καὶ πῶς βλέπουν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ «συμβολὴ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νὰ συμβάλλουν εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν καὶ συνεργασίαν, [προφανῶς μέσω τῶν Διαθρησκειακῶν Συνεδρίων καὶ Διαλόγων], δι’ αὐτῆς δὲ εἰς τὴν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς καὶ τοιουτοτρόπως εἰς τὴν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος».

Στὸ ἴδιο Κείμενο γίνεται ἐπίσης λόγος περὶ εἰρήνης στὸ Γ΄ κεφάλαιο μὲ τίτλο: «Περὶ εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης» καὶ στὸ Δ΄ μὲ τίτλο: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου». Στὰ παρὰ πάνω κεφάλαια γίνεται προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰ ἐφαρμοσθοῦν οἱ περὶ εἰρήνης βιβλικὲς καὶ πατερικὲς ἀναφορὲς μὲ τὴν κοσμική τους σημασία, προκειμένου ἔτσι νὰ δικαιολογηθεῖ ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου καὶ στὴν ἑδραίωση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης. Ὡστόσο ὁ ὅρος «εἰρήνη» ἔχει μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας χαρισματικὸ περιεχόμενο, ποῦ διαφοροποιεῖται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ σημασία, ποῦ ἀποδίδεται σ’ αὐτόν. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει, ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ τρομοκρατικὲς ἐνέργειες δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας, καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τότε μόνον θὰ ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει ἐν μετανοία μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ φυλάξει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει μὲν τὸν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικὸ ὀργανισμό, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγκλωβιστεῖ σὲ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καὶ ἐκφυλίζεται, χάνει τὴν σωτηριολογικὴ τῆς ἀποστολή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ποῦ σκοπὸ ἔχει νὰ προσλάβει καὶ νὰ θεώσει τὸν κόσμο, καὶ ὄχι νὰ γίνεται ἡ ἴδια κόσμος. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εἰρηνεύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ποῦ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ συνέχεια μεταξύ τους. Νὰ προσφέρει τὸν Χριστό, τὸν μόνον εἰρηνοποιόν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ εἰρήνη ἠμῶν» (Ἔφ.2,14) κατὰ τὸν ἀπόστολο. Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὴν ἀντιδιαστέλλει ἀπὸ τὴν κοσμικὴ εἰρήνη: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμίν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμὶν» (Ἰω.14,27). Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε κατενόησαν τὴν ἀποστολή τους, ὅπως τὴν κατανοοῦν σήμερα οἱ πρωτεργάτες τῶν Διαλόγων. Οὐδέποτε διανοήθηκαν νὰ συμμαχήσουν καὶ νὰ συνεργαστοῦν μὲ ἄλλες θρησκεῖες καὶ αἱρέσεις γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν μία κοσμικοῦ τύπου παγκόσμια εἰρήνη, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τοὺς παραπάνω λόγους τοῦ Κυρίου.

Ἐπικαλεῖται ἀκόμη τὸ Κείμενο, (Α΄ κέφ. § 6), τὸ βιβλικὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Θεοῦ ἐσμὲν συνεργοὶ» (Α΄ Κόρ.3,9) γιὰ νὰ θεμελιώσει βιβλικὰ τὴν ἀνάγκη συνεργασίας τῆς Ἐκκλησίας «μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως τῶν ἀγαπώντων τὴν ἀληθῆ εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῶ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπὶ τοπικοῦ, ἐθνικοῦ, καὶ διεθνοῦς ἐπιπέδου». Προφανῶς μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους «καλῆς θελήσεως» συμπεριλαμβάνονται καὶ ἄνθρωποι κάθε θρησκεύματος. Ὡστόσο τὸ παραπάνω χωρίο τοῦ ἀποστόλου τοποθετεῖται καὶ ἑρμηνεύεται μόνο σὲ καθαρὰ ἐκκλησιολογικὰ πλαίσια καὶ οὐδέποτε βεβαίως σὲ πλαίσια διαθρησκειακά. Συνεργασία σὲ διαθρησκειακὸ ἐπίπεδο μὲ βάση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, οὔτε δυνατὴ εἶναι, οὔτε ἐπιτρεπτή. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνεργαστοῦμε μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, πού βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσωμε τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6,14). Ποιὰ ἐπικοινωνία, καὶ κατὰ συνέπεια, ποιάς μορφῆς συνεργασία, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεταξύ τοῦ φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν; Ἀσφαλῶς καμία. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς δυστυχῶς, ἀγνοοῦντες καὶ διαγράφοντες θεληματικὰ τὶς παρὰ πάνω διδασκαλίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ τὴν ἰδίαν διδασκαλίαν «ζητοῦντες στῆσαι», τῆ διδασκαλίᾳ τοῦ Θεοῦ «οὒχ ὑπετάγησαν» (πρβλ. Ρώμ. 10,3). Ὁραματίζονται μία κοσμικοῦ τύπου εἰρήνη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους, στὴν ὁποία «τὸ νενοσηκώς» σῶμα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν δὲν θὰ «ἀποτέμνηται», οὔτε «τὸ στασιάζον» θὰ χωρίζεται, ἀλλὰ θὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ ὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!

Στὴν ἴδια παράγραφο τοῦ ἰδίου κεφαλαίου (Α΄ κέφ. § 6), μνημονεύεται καὶ ὁ Μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοὶ» (Μάτθ.5,9), ὡς «ἐντολὴ Θεοῦ». Ὡστόσο τὸ ἔργο τῶν εἰρηνοποιῶν, τοὺς ὁποίους μακαρίζει ἐδῶ ὁ Κύριος, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς εἰρηνευτικὲς προσπάθειες ποῦ καταβάλλουν οἱ συμμετέχοντες στὶς Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις καὶ Διαλόγους. Οἱ εἰρηνοποιοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Κύριος εἶναι οἱ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νὰ συμφιλιώσουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεόν. Ὁ ἄνθρωπος, ὑποδουλωμένος στὰ πάθη καὶ στὴν ἁμαρτία, εὑρίσκεται σὲ κατάσταση ἔχθρας μὲ τὸν Θεὸν καὶ ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Παύλου: «Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῶ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῶ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα ἐν τὴ ζωὴ αὐτοῦ» (Ρωμ.5,10). Ὅταν δὲ ἐπιτευχθῆ αὐτὴ ἡ καταλλαγὴ διὰ τῆς πίστεως, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τὸ ἀγαθόν της εἰρήνης: «Δικαιωθέντες οὒν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», (Ρωμ.5,1).Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς τὸ ἔργο τῆς καταλλαγῆς ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ποτὲ μέσα στὸν χῶρο τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως σὲ συνεργασία μὲ ἄλλες θρησκεῖες.

Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος πάντοτε κακός. Ὑπάρχει κακὴ εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μὲ τὴν πλάνη καὶ προδίδουμε τὴν πίστη καὶ καλὸς πόλεμος, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ», (Ματθ.10,34-36). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει: «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου, (τῆς Βαβέλ), τὴν κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησε εἰρήνην».

Στὸ κείμενο γίνεται ἐπίσης λόγος γιὰ «συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου». (Α΄ κεφ. § 5). Ἀλλὰ καὶ στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους κατὰ κόρον τονίστηκε καὶ προβλήθηκε τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καὶ συμφιλιώσεως τῶν λαῶν καὶ τῶν θρησκειῶν. Ἡ Ὀρθοδοξία οὐδέποτε ἀρνήθηκε τὴν συνύπαρξη καὶ συμβίωση μὲ ἀνθρώπους διαφορετικῶν πίστεων, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τῆς τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, «εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (12,18). Ὡστόσο τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν», (Ἰω.15,20), ἢ μὲ τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», (Β΄ Τίμ.3,14). Εἶναι ἀδύνατον ὁ πιστός, πού πραγματικὰ θέλει νὰ ζήσει τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ νὰ συμβιώσει εἰρηνικὰ μὲ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀποστασίας, διότι ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο τὸ ἀπέκλεισε ὁ Χριστός, ὡς νόμο πνευματικό.

Ἐπισημαίνουμε ἀκόμη τὸ γεγονὸς ὅτι πουθενὰ στὸ ἐν λόγω κείμενο δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀπαγορεύσεως τῶν συμπροσευχῶν, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔστω καὶ σιωπηρῶς ἐγκρίνονται καὶ προωθοῦνται.

Κατακλείοντες καὶ τὸ ἐν λόγω κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, ἐπισημαίνουμε, ὅτι ἡ πείρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων ἀπέδειξε τὴν πλήρη χρεοκοπία τους. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν Διαλόγων αὐτῶν, ὁ ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνον δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸν ἐπὶ πέντε χρόνια πόλεμο στὴ Συρία, τὸν πόλεμο στὸ Ἰρὰκ καὶ τὰ συνεχῶς αὐξανόμενα κρούσματα τρομοκρατίας, ἀπότοκα του ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὴν Βόρειο Ἀφρική, ἀλλὰ καὶ σὲ χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως πρόσφατα στὴ Γαλλία, ὅπου δολοφονοῦνται χιλιάδες ἀθώα θύματα χριστιανῶν ἀπὸ φανατικοὺς Τζιχαντιστὲς μουσουλμάνους.

Γ) Ἡ παρουσία παρατηρητῶν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.

Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῶν Προκαθημένων (21-28.1.2016) θὰ προσκληθοῦν νὰ παραστοῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἐκπρόσωποι τοῦ Παπισμοῦ, τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ ὁρισμένων Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν.

Ὡστόσο ποτὲ στὴ δισχιλιόχρονη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὶς Τοπικὲς ἢ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν ὑπῆρχαν «παρατηρητὲς» ἑτερόδοξοι, ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Μόνο στὶς δύο παπικὲς συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τὸ καθεστὼς τῶν «παρατηρητῶν». Εἶναι ἐπιτρεπτὸ ὅμως ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος νὰ ἔχει ὡς πρότυπο τὶς παπικὲς πρακτικές, μεθόδους καὶ μεθοδεύσεις; Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη φανέρωση καὶ ἔκφραση τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος Χριστοῦ, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ συνέδριο ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων, οὔτε σὲ μία ἁπλὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση-συνάντηση μὲ κριτήρια καὶ στοχεύσεις «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρετικοὶ ἐκαλοῦντο καὶ παραστοῦν στὶς Συνόδους ὄχι τιμητικὰ ὡς «παρατηρητές», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦν, ἢ νὰ ἐκφράσουν τὴν μετάνοιά τους, καί, ἂν ἐνέμεναν στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καθαιροῦνταν, ἀναθεματίζονταν, ἐκδιώκονταν τῆς Συνόδου καὶ δὲ συμμετεῖχαν στὴ συνέχεια τῶν ἐργασιῶν της. Ἡ τιμητικὴ παρουσία στὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο ὡς «παρατηρητῶν», ἐκπροσώπων αἱρετικῶν Κοινοτήτων καὶ Ὁμολογιῶν ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν πατερικὴ συνείδηση καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, νομιμοποιεῖ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση καὶ οὐσιαστικὰ ὑποσκάπτει τὸ κύρος τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Σύνοδος ἡ ὁποία δὲν διαστέλλει «ἀναμέσον βεβήλου καὶ ἁγίου» (Ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ πλάνη, νομιμοποιώντας ἐκκλησιαστικὰ τὴν αἵρεση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκπίπτει σὲ ψευδοσύνοδο.

+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Επιστολή ΚΟΛΑΦΟΣ του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ! Τρίζουν οι καρέκλες Τσίπρα και Φίλη…






Καταπέλτης ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ στην παρακάτω επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό για το λεγόμενο διαχωρισμό «Κράτους-Εκκλησίας». Μέσα στην επιστολή του γίνονται κατανοητά όλα τα κρυφά κίνητρα όσων επιθυμούν αυτό το διαχωρισμό, με επιχειρήματα που δύσκολα μπορεί κάποιος να τα αποκρούσει.

Ἐξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,

Τίθεται συνεχῶς στό δημόσιο λόγο τό θέμα τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος μέ εἰσαγωγή «προσωπικοϊδεολογικῶν» διατάξεων, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού ἀδοκίμως καί ἀντιεπιστημονικῶς χαρακτηρίζεται ὡς «διαχωρισμός».

Στίς προτάσεις Σας περί Συνταγματικῆς ἀναθεωρήσεως ἀναφερθήκατε στήν ἐπαναπλαισίωση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τήν ὁποία ἄμοιροι νομικῆς ἐπιστήμης καί ἀπό τόν πολιτικό καί δημοσιογραφικό χῶρο χαρακτηρίζουν ὡς «διαχωρισμό Κράτους-Ἐκκλησίας» καί μάλιστα ὁ Ἐξοχώτατος κ. Νικ. Φίλης ἀνέφερε ὅτι τό 70% τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐπιθυμεῖ τόν «διαχωρισμό» τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος.

Πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἀφοροῦν σέ ἤδη διακριτούς ρόλους ὅπως ὁ νῦν Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας στό βιβλίο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος / Ὑπό τό πρίσμα τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐμπειρίας», ἐκδ. Α.Α. Λιβάνη, Ἀθήνα 2010, σελ. 65 ἑπ. ἔχει ὑποστηρίξει.

«Οι διακριτοί ρόλοι προκύπτουν από την συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου δηλ. από την συνταγματική και έννομη τάξη και ευρίσκονται στα όρια εκκοσμικεύσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υφισταμένου του πολυθρύλητου διαχωρισμού» (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016).

Καί ναί μέν στό πλαίσιο τῶν ρυθμιστικῶν κανόνων πού ἰσχύουν διατηροῦνται οἱ «εἰδικές σχέσεις» Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἑορτολόγιο καί οἱ ἐπίσημες τελετές, συναρτῶνται μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις αὐτές οἱ «εἰδικές σχέσεις» δέν ἀναιροῦν τήν διάκρισι μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ ἐρήμην ἤ καί ἐναντίον τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τά ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια γιά τόν πολιτικό γάμο, τήν καύση τῶν νεκρῶν, τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, τή νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, τό σύμφωνο συμβίωσης ἑτεροφύλων καί ὁμοφυλοφίλων κλπ. Συνεπῶς ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀπολύτως διακριτοί καί βρίσκονται στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἑπομένως ἡ ἰδεοληψία περί δῆθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο ἀπό σκοτεινή ἐμπάθεια καί νομική ἄγνοια ἤ μίσθαρνη στράτευση.

Συνεπῶς δέν ὑφίσταται νομική δυνατότης «διαχωρισμοῦ» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας διότι δέν ὑφίσταται «ἕνωσι» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἄλλως ὡς προαναφέραμε τό Κράτος δέν θά ἐπετρέπετο νά προβῆ σέ ὡρισμένη ἐνέργεια ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τῆς Ἐκκλησίας.

Σχετική διάταξι στήν Ἑλληνική Νομοθεσία δέν ὑφίσταται, οὔτε ὑπῆρξε περίπτωσι πού τό Κράτος νά ἠθέλησε νά προβῆ σέ ὡρισμένη ἐνέργεια καί τελικῶς νά μή προέβη, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν συνήνεσε.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος στό ἔργο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος», Ἀθήνα 2010 σελ. 65 ἑπ. παραθέτει σχετικό ἀπόσπασμα σέ ἐπίρρωσι τῶν ἀνωτέρω: «Μπορεί να μου πει κανείς μέσα σε αυτή την αίθουσα σε ποία περίπτωση από τη Μεταπολίτευση και μετά, θέλησε μία κυβέρνηση να νομοθετήσει προς μια κατεύθυνση και την εμπόδισε η οποιαδήποτε ρύθμιση υπάρχει στο Σύνταγμα ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας; Θελήσαμε ποτέ, να αφαιρέσουμε κάτι από τη νομοθεσία μας είτε να προσθέσουμε κάτι, το οποίο οι διατάξεις που αφορούν την Εκκλησία και την Πολιτεία μας εμπόδισαν; Κάθε άλλο. Άρα, λοιπόν, συνταγματικό εμπόδιο και στην πιό «προοδευτική» κυβέρνηση για τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας δεν υπήρξε ποτέ».

Μέ τό ἄρθρο 9 τοῦ νόμου 4303/2014 προβλέπεται διαδικασία χορηγήσεως ἀδείας Ναοῦ ἤ Εὐκτηρίου Οἴκου ἄνευ συμπράξεως τῆς «οἰκείας ἀναγνωρισμένης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς» γεγονός πού διευκρινίζει καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 69230/Α3/6.5.2014 Ἐγκύκλιος τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων κοινοποιουμένη σέ ὅλα τά συναρμόδια Ὑπουργεῖα, πού οὐσιαστικῶς καταργεῖ τόν Νόμο 1363/1938.

Ἐπιπροσθέτως τό ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγματος ἐπιτρέπει, εἰσάγον «Ἐξαιρετικό Δίκαιο», τήν ἀναθεώρηση ἀλλά ὄχι καί τήν κατάργηση ὡρισμένων διατάξεων τοῦ Συντάγματος καί ἑπομένως τό νά ἐπιδιώκεται ἡ κατάργηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, πού ἀνήκει στίς δυνάμενες νά ἀναθεωρηθοῦν διατάξεις, ἀποτελεῖ παραβίαση τῶν Ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος καί βέβαια δέν σημαίνει κάποιου εἴδους «διαχωρισμό» Κράτους καί Ἐκκλησίας διότι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἐκκλησία θά ἐξακολουθῆ νά εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς Χώρας, ἐπειδή ἡ διατάξι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ἀπεικονίζει μία σταθερή πραγματικότητα τήν ὁποία καί ἀναγνωρίζει.

Ἡ πρόταση τοῦ λεγομένου «διαχωρισμοῦ», περνᾶ καί ἀπό τήν θύρα τῆς εἰδικῆς ἐπιστήμης τῆς κοινωνιολογίας.

Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς «ἡ θρησκεία εἶναι μία ἰδιωτική ὑπόθεση» κατέληξε πάντοτε στήν καταδίωξη καί καταπίεση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως.

Ἄμεσες συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ὁ προοδευτικός ἐκφυλισμός τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἡ σχετικοποίηση τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καί ἡ εἰσβολή ξένων ἰδεολογιῶν μέ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἐθνική ἐπιβίωση περιεχόμενο.

Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία μας, ἔχει ὡς συνέπεια νά εἶναι ἀδύνατον νά αὐτονομηθοῦν οἱ θεσμοί αὐτοί καί νά παύσουν νά συλλειτουργοῦν χωρίς τό ἄμεσο ἐνδεχόμενο ἀρνητικῶν συνεπειῶν στήν ἐθνική πορεία καί ἐπιβίωση.

Ὁ ὁμ. Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε ἐναργέστατα τήν θεωρία τοῦ φονξιοναλισμοῦ (fonctionnalisme) δηλ. τῆς συλλειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν.

Ὅταν στήν «ἀθεϊστική» Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» ἀμοιβαιοτήτων πού ὁδήγησαν προοδευτικά στά διατάγματα 91/1955, 654/1968 καί 1024/1983 μέ τά ὁποῖα οὐσιαστικά ἡ ἐθνική Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» τῆς Γαλλίας ἐπέστρεψε στά ἐπίπεδα συλλειτουργίας μέ τούς πολιτικούς θεσμούς καί ὅταν ἐπίσης στήν ἄλλοτε κραταιά Σοβιετική Ἕνωση τό διάταγμα τῆς 5/2/1918 μέ τό ὁποῖο ἐπεβλήθη ὁ «διαχωρισμός» Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀντικατεστάθη μέ μιά σειρά διαταγμάτων ὅπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 καί μέ τήν γνωστή ἡμισυνταγματική ἀναθεώρηση τοῦ 1972 μέ τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκε ὡς «ἀνεπίσημη θρησκευτική ἐπισημότητα» ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἤ ὄχι ἀνεπίτρεπτη συνθηματολογία ὁ ἐπιδιωκόμενος «διαχωρισμός» στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους;

Ὅσοι ὁμιλοῦν γιά «διαχωρισμό» στήν οὐσία στοχεύουν στόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῶν Ἑλλήνων, θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν χριστιανική πίστη.

Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου ἀπό τόν πολίτη θά τήν ὑποκαταστήσει ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἔχει καί αὐτό θρησκευτικό χαρακτῆρα, γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τόν θεωρητικό τῶν Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δέν μπορεῖς νά ἀφαιρέσης τήν ἐλευθερία, τήν ἰδιοκτησία καί τήν μεταφυσική ἀγωνία» καί αὐτό τό στοιχεῖο ὀνομάζεται ἀντιχριστιανός ἤ ἀντιθρησκευτικός πολίτης ἤ ἄθεος πού στρατεύτεται στήν «θρησκεία» τῆς ἀθεΐας. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολίτου αὐτῶν πού θέλουν τόν λεγόμενο «διαχωρισμό».

Τόν ἀποκαλοῦν μέ πολλά ὀνόματα, φιλικό ἤ ἔντιμο «διαχωρισμό» ἤ βελούδινο διαζύγιο ἤ ἀναθεώρηση σχέσεων, δέν ἔχει σημασία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο λένε ὅτι τό κράτος θά εἶναι οὐδέτερο πρός τήν θρησκεία καί αὐτό θά εἶναι δῆθεν καλύτερο γιά τήν κοινωνία.

Τεχνητός ὅμως «διαχωρισμός» τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας στήν κοινωνική της διάσταση καί λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἀπό νομοθετικῆς πλευρᾶς δυνατός, θά ἀποτελεῖ ὅμως κατ’ οὐσίαν κατασκευή ἑνός «ἀνθρωπίνου τέρατος», ἑνός «κοινωνικοῦ θηρίου».

Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη μέ κανόνες, πού εἶναι οἱ χριστιανικοί κανόνες καί ἑπομένως εἶναι τραγικό λαθος ἡ πολιτική βούληση πού θέλει νά ὁδηγήσει σέ θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τήν ἑλληνική κοινωνία στό ὄνομα τῆς δῆθεν προόδου, γιατί στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ θεσμοί συλλειτουργοῦν ἐπειδή συλλειτουργοῦν οἱ ἀνθρώπινες προσωπικότητες.

Βέβαια στίς κοινωνίες ὑπάρχουν πολίτες μέ θρησκευτική συνείδηση καί πολίτες χωρίς αὐτήν ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιλογή καί ἀνάγεται σέ ἀτομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Ἡ καθιέρωση ὅμως πολιτειακά τοῦ «διαχωρισμοῦ» τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν εἶναι τραγικά ἀγεφύρωτη ἔκπτωση.

Ὁ «διαχωρισμός» χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί Ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη.

Τό σύστημα τῆς συναλληλίας πού ἰσχύει σήμερα μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τόν Καταστατικό Χάρτη εἶναι καθεστώς διακριτῶν ρόλων ἀφοῦ Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι κοινωνίες διάφορες, συναφεῖς ὅμως καί συνεχόμενες μέ συνεργασία κοινωνικά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη.

Ἡ ἱστορική ἐμπειρία ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματος τόσο στήν χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο καί τήν ὀθωμανική κατοχή, ὅσον καί στήν περίοδο τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νομική αὐτή κατάσταση δέν ἔβλαψε οὔτε τήν Ἑλληνική κοινωνία, οὔτε τά δικαιώματα τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν Κοινοτήτων καί ἐπί τέλους θέτει τό ἐρώτημα πού δέν συνδέεται ἄμεσα μέ τήν συνταγματική ἀναθεώρησι, ἡ μετατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁποία πολυειδῶς ὀφείλει τό Ἔθνος ἀπό εἰδικό Ν.Π.Δ.Δ. σέ ἁπλό Σωματεῖο ἤ Ἕνωση προσώπων θά συμπαρασύρει καί τό ὑφιστάμενο νομικό καθεστώς τῶν Μουφτειῶν τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς πού προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης καί τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων; Γιατί κάτι τέτοιο δέν προαναγγέλεται.

Συνεπῶς ἀντιλαμβάνεται κανείς εὐχερῶς ὅτι μέ τήν πρότασή αὐτή κηρύσσεται οὐσίᾳ διωγμός κατά τῆς Μάννας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μόνον.

Ἡ Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὑπερτέρα τῆς Ἀρχῆς τῆς ἀνεξιθρησκείας πού διέπει τόν θεμελιώδη Νόμο τοῦ Κράτους, τό Σύνταγμά μας (ἀρ. 13) πηγάζει ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰδιοπροσωπεία μας ἀλλά κυρίως ἀπό τήν θρησκευτική μας πίστη καί τίς Εὐαγγελικές Ἀρχές τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς ἀπό τήν αἰώνια διακήρυξη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8, 34).

Ἡ εὐλογημένη χώρα μας εἶναι μία χώρα στήν ὁποία οἱ πάντες ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὐδέν πλεονέκτημα ἔχει πέραν τῆς διά τούς γνωστούς ἱστορικούς λόγους ἀναγνωρίσεως ὅτι τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα κατά τάς νομικάς των σχέσεις εἶναι εἰδικά Ν.Π.Δ.Δ. (ἄρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) πού συνεπιφέρει ὅμως καί τήν ἐποπτεία καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχο ὑπό τῶν ἐλεγκτικῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους!

Ὅπως εὐστόχως ἀναφέρει ἡ αἰτιολογική ἔκθεση ὑπό τό ἄρθρ. 68 παρ. 1 παρ. 3 τοῦ Ν. 435/2014 : «Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἀποσαφηνίσει καί σέ Ἑλληνική ὑπόθεση (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c Greece) καί σέ ὑποθέσεις μεταξύ ἄλλων εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν καί Ἐκκλησιῶν μέ νομική μορφή Ν.Π.Δ.Δ., ὅτι, παρότι στά κράτη αὐτά οἱ Ἐκκλησίες εἶναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εἶναι «μή κυβερνητικοί ὀργανισμοί» καί ἔχουν πλήρως δικαίωμα αὐτοδιοίκησης τῶν ὑποθέσεων τους ἔναντι τοῦ Κράτους μέ ἀποφάσεις τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τους (ΕΔΔΑ Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Muller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernandez Martinez v. Spain, ΕΔΔΑ Schuth c. Allemagne, ΕΔΔΑ Obst c. Allemagne).

Ἔτσι, εἰσάγεται μία γενική ρύθμιση γιά αὐτά τά εἰδικά νομικά πρόσωπα, ἤτοι τά νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Δωδεκανήσου καί Ἐξαρχίας Πάτμου, τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων, τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου, τοῦ Ὀργανισμοῦ Περιθάλψεως καί Ἀποκαταστάσεως Ἰσραηλιτῶν Ἑλλάδος, προκειμένου νά διευκρινιστεῖ ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ν.π.δ.δ. και δεν ὑπάγονται στίς διατάξεις δημοσίου δικαίου, που ἀφοροῦν τή Γενική Κυβέρνηση καί τό δημόσιο τομέα -στενό ἤ εὐρύτερο- ἐκτός ἐάν τό ὁρίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη.

Ὡστόσο, συνεχίζουν νά ἰσχύουν οἱ τυχόν μέχρι σήμερα ἐφαρμοζόμενες σ” αὐτά διατάξεις, ποῦ ἀφοροῦν στήν ἐποπτεία τους καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχό τους καθώς καί τήν πρόσληψη καί τήν κατάσταση τοῦ προσωπικοῦ τους (π.χ. τό ἄρθρο 45 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 γιά τόν διαχειριστικό ἔλεγχο τοῦ κράτους στίς ἐκκλησιαστικές διαχειρίσεις ἤ τό ἄρθρο 1 τοῦ ν. 3812/2009 γιά τήν πρόσληψη ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων μέσω Α.Σ.Ε.Π.).

Διευκρινίζεται ἐπίσης ὅτι σέ ὅσες περιπτώσεις τά παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν ἐπιχορηγήσεις καί κάθε εἴδους χρηματοδοτήσεις ἀπό τό Κράτος ἤ εὐρωπαϊκούς πόρους ὑποχρεοῦνται νά ἀκολουθοῦν τήν κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά τήν διαχείριση αὐτῶν τῶν χρηματικῶν ποσῶν (π.χ, ἀνάθεση συμβάσεων ἔργων) καί ὅτι ὑπάγονται στόν ἴδιο δημοσιονομικό ἔλεγχο, ποῦ ὑπάγονται καί τά ἐπιχορηγούμενα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ..».

Τήν αὐτή ὅμως νομική προσωπικότητα μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δι’ ἱστορικούς λόγους ἔχουν καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40).

Ὁ Ἀρχιραβῖνος διορίζεται καί ἀπολύεται διά Προεδρικοῦ Διατάγματος, τοῦ ἀναγνωρίζεται δικαίωμα ἐπιβολῆς φόρων κλπ, ἐνῶ οἱ τρεῖς Μουσουλμανικές Μουφτεῖες Ξάνθης, Κομοτηνῆς καί Διδυμοτείχου εἶναι «δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους» μέ πλήρη δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα ἀσκουμένη κατά τίς ἐπιταγές τοῦ Μουσουλμανικοῦ δικαίου (Σαρία) (Νόμοι 1920/1991, 2345/1920, 3000/1924, 6344/1934, 372/1936).

Ὁ Μουφτῆς «ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ὅσον οἱ σχέσεις ταῦται διέπονται ἀπό τόν Μουσουλμανικό Νόμο» (ἄρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) ὅπως προβλέπει ἡ διεθνής Συνθήκη τῆς Λωζάνης τοῦ 1923 (ἄρθρα 14 καί 37-44).

Κατά ταῦτα μέ ποῖο νόμιμο τρόπο θά ὑποβιβασθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ Νομικό Πρόσωπο ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ ἰδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) τοῦ Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) τήν στιγμή πού θά παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες;

Καί μέ ποῖο νομικό τρόπο κατ’ ἐπιταγή τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος τοῦ Συντάγματος θά ὑποβιβασθοῦν οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σέ Ν.Π.Ι.Δ. γιά νά παρακολουθήσουν τήν ὑποβάθμιση τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως πρότεινε καί ὁ Ἐλλογ.

Πρόεδρος τῆς Ἕνωσης γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου Καθηγητής κ. Κώστας Τσιτσελίκης (Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν 3/10/2015) καί τήν ἴδια στιγμή θά διατηρήσουν τή δικαιοδοσία ὡς ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους ἀπονομῆς δικαίου σέ Ἕλληνες Μουσουλμάνους πολίτες;

Κι ἀκόμη ὑφίσταται σήμερα νομική δυνατότης τροποποιήσεως τῆς Διεθνοῦς Συνθήκης τῆς Λωζάνης καί ὑποβαθμίσεως τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Ἑλλάδος πού δικαίως θά διεκδικήση πλέον τήν ἐκλογή ἀντί τοῦ διορισμοῦ ἀπό τό κράτος τῶν Μουφτήδων ὅταν μάλιστα προκλητικά θέτει τό θέμα τῆς τροποποιήσεως ὁ Πρόεδρος τῆς γείτονος;

Σήμερα τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀντιμετωπίζει διεθνῶς τό πολύ εὐαίσθητο νομικό θέμα τοῦ διορισμοῦ ἀντί τῆς ἐκλογῆς ἀπό τήν Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στό γεγονός ὅτι οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους καί ἔχει τό Δημόσιο τήν ἁρμοδιότητα τοῦ διορισμοῦ τῶν ἀσκούντων τήν σχετική δικαιοδοσία.

Ἐάν ἡ Κυβέρνηση δέν ἔχει πρόβλημα μέ τήν «ἐκλογή» τῶν Μουφτήδων ἀπό τό Τουρκικό Προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἡ «Κοσοβοποίηση» τῆς Θράκης θά εἶναι θέμα ὀλίγων μηνῶν.

Αὐτοί πού ἐπιδιώκουν τόν λεγόμενο «διαχωρισμό» ἐπιζητοῦν:

Α. Ἡ Ἐκκλησία νά πάψη νά εἶναι ἡ ἐπικρατούσα θρησκεία τῶν Ἑλλήνων

Β. Οἱ Κληρικοί καί οἱ ἐργαζόμενοι σέ Αὐτήν νά μήν ἔχουν κοινωνικά δικαιώματα,

Γ. Ἡ Ἐκκλησία νά μεταβληθῆ σέ ἕνα κοινό Σωματεῖο ἰδιωτικοῦ δικαίου,

Δ. Νά καταργηθοῦν οἱ Θεολογικές Σχολές στά Πανεπιστήμια καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐκπαίδευση.

Ε. Νά καταργηθῆ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα, -ἤδη ὁ ἐπί τῆς Παιδείας Ὑπουργός ἀπεφάσισε καί δημοσίευσε στό ΦΕΚ τήν μετατροπή του σέ Θρησκειολογία ἐνῶ στή Χώρα μας εἶναι πολυομολογιακό μάθημα (Ν. 4386/11.5.2016)-, ἡ προσευχή καί ὁ Ἐκκλησιασμός.

Μέ ἕνα λόγο ἐπιδιώκεται ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία γιά τούς ἐπιθυμοῦντας τόν λεγόμενο «διαχωρισμό» εἶναι ἄχρηστη μέσα στήν κοινωνία καί συνεπῶς ἕνας «διαχωρισμός» θά ὑποκρύπτει «κρυφό διωγμό» καί θά συνδράμει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθῆ κατά τή γνώμη τους σέ μαρασμό.

Οἱ «καλοί» ὅμως αὐτοί «πόθοι» στεροῦνται σοβαρότητος γιατί ἀγνοοῦν τό πασίδηλο γεγονός ὅτι οἱ πολίτες εἶναι συγχρόνως καί θρησκευτικές προσωπικότητες καί δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν στά δύο ὥστε τό Κράτος νά πάρει τόν «πολίτη» καί ἡ θρησκεία τόν «θρησκευτικό πολίτη».

Τό αἴτημα τοῦ «διαχωρισμοῦ» χωρίς νά λαμβάνεται ἐπιπροσθέτως ὑπ’ ὄψι ἡ ὀργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, τά μεγάλα γεωστρατηγικά καί γεωπολιτικά προβλήματα τῆς περιοχῆς μας, ὁ τρομακτικός φονταμενταλισμός τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι τελικά μιά ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψι.

Τό μεγάλο ἐκσυγχρονιστικό καί μεταρρυθμιστικό θέμα τῆς Πολιτείας δέν εἶναι ὁ «διαχωρισμός» τοῦ Ἔθνους ἀπό τήν Ἐκκλησία γιατί ὅπως προαναφέραμε μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἔχουν καθορισθῆ οἱ διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἀλλά ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ τέρατος τῆς Γραφειοκρατίας, τῆς ἀσυνέχειας τοῦ Κράτους, τῆς εὐνοιοκρατίας καί κομματοκρατίας καί τῆς σοβούσης ἠθικῆς σήψεως καί διαφθορᾶς.

Ἀδαῶς φερόμενοι οἱ ἐπιζητοῦντες τόν «διαχωρισμό» ἰσχυρίζονται ὅτι θά ἀπαλλαγῆ δι’ αὐτοῦ ἡ Πολιτεία καί ἀπό τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί θά ἰδιοποιηθῆ τήν Ἐκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, λησμονοῦν ὅμως ἀπαράδεκτα ὅτι ἀκόμη ἡ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ Κράτος Δικαίου καί ὅτι τήν ἀπάντησι στούς «εὐσεβεῖς πόθους» τους ἔδωσε τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) πού ὑποχρέωσε τήν Ἑλληνική Πολιτεία νά ἄρει τίς συνέπειες τῶν Νόμων 1700/1987 καί 1811/1988.

Μέ τήν ἀπόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐπιλύεται ὁριστικά ἡ νομική θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Ἑλληνική Πολιτεία καί ἀναγνωρίζεται ἡ δικαιϊκή ἀρχή τοὺ ἄρθρου 51 τοῦ εἰσαγωγικοῦ νόμου τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος «Ἡ ἀπόκτηση κυριότητας ἤ ἄλλου ἐμπράγματου δικαιώματος πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα κρίνεται κατά τό δίκαιο πού ἴσχυε ὅταν ἔγιναν τά πραγματικά περιστατικά γιά τήν ἀπόκτησή τους» καί δι’ αὐτῶν οὐσίᾳ ἡ Σύμβασις τοῦ ἔτους 1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.

Ἑπομένως μέ τόν τυχόν «διαχωρισμό» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐφ’ ὅσον ἡ χώρα ἐπιθυμεῖ νά βρίσκεται ἐντός τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί νά εἶναι ὑποκείμενο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ νομικοῦ πολιτισμοῦ καί Δικαίου θά πρέπει νά συνεχισθῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου κατά τίς συμβατικές ὑποχρεώσεις τῆς Χώρας ὡς ἀντίδοσι γιά τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού κατά καιρούς ἀπό τοῦ ἔτους 1833 μέ διαφόρους τρόπους διήρπασε, ἤ νά διακοπῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί νά ἐπιστραφῆ τό σύνολο τῆς περιουσίαςἀπό τοῦ ἔτους 1833, διά τήν νομικήν καί ἱστορικήν κατοχύρωσιν τῆς ὁποίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Ἱερώνυμος μέ τό περισπούδαστο Ἱστορικό πόνημά του «Ἡ ἀπάντησι τῆς Ἐκκλησίας στά μυθεύματα τοῦ Ἀντικληρικαλιστικοῦ Λαϊκισμοῦ» (Ἀθήνα 2016) ἀπέδειξε τήν ἀλήθεια, ἤ νά ἀποζημιωθῆ δι’ αὐτήν ἡ Ἐκκλησία.

Συνεπῶς ὁμιλοῦμε γιά τρισεκατομμύρια Εὐρώ πού καθιστᾶ τό γεγονός τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου ἐν συνδυασμῷ πρός τήν οἰκονομική πραγματικότητα, πλήρως ἀνεδαφικό.

Θά πρέπει νά ἐπαναληφθῆ ὅτι τό Ἑλληνικό Κράτος ἄρχισε νά ἀπαλλοτριώνη αὐθαιρέτως δηλαδή χωρίς ἀποζημίωση καί ἀντίδοση, τήν ἀκίνητη περιουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀρχικῶς διά τῶν ἐπεχόντων ἰσχύν Νόμου Βασιλικῶν Διαταγμάτων τῆς 18/1/1833, τῆς 20/5/1836, τῆς 1/6/1836, τῆς 13/10/1834, τῆς 13/1/1838, τῆς 29/4/1833 κ.ἄ. καί μεταγενεστέρως μέ ἄλλες πράξεις του ὡς οἱ Νόμοι 1072/1917, 2050/1920 καί τελικῶς διά τῆς ἀνωτέρω ἀπό 18/9/1952 συμβάσεως μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας ἀπαλλοτριώθηκε τό 92,5% καί ἄνω τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ὁπότε διά τοῦ Νόμου 536/1945 τό Κράτος ἀνέλαβε τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου σέ ἀντάλλαγμα τῶν ὅσων ἀκινήτων ἀπαλλοτρίωσε.

Παρεμπιπτόντως ἡ συγκεκριμένη ἀπόφασι τοῦ Ε.Δ.Α.Δ. ἀποτελεῖ νομολογία καί πρόκριμα γιά ὁμοειδεῖς ὑποθέσεις στό μέλλον, διότι τό Ε.Δ.Α.Δ. εἶναι τό μόνο ἁρμόδιο νά κρίνη γιά τήν παραβίαση τῆς συμβάσεως τῆς Ρώμης καί ὑπερτερεῖ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί τοῦ Ἀρείου Πάγου, τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς ἐγχωρίου ἐννόμου τάξεως. Μέ τήν ἀπόφασι αὐτή ἐκρίθη ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό κεφάλαιο τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἕως σήμερα.

Μετά τά ἀνωτέρῳ καί ἡ δῆθεν νομιμοποίησις τοῦ «διαχωρισμοῦ» μέσῳ δημοψηφίσματος θά πρέπει νά ἐξηγήσῃ τί ἀκριβῶς νομικά ὑποδηλώνει ὁ πολλά (!!) ψευδοϋποσχόμενος αὐτός ὅρος, ὅτι δηλαδή «διαχωρισμός» σημαίνει τήν μετατροπή οὐσίᾳ τοῦ νομικοῦ χαρακτῆρος τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν

Προσώπων ἀπό εἰδικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σέ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου τήν ἴδια στιγμή πού οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι Δημόσιες Ὑπηρεσίες καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες Ν.Π.Δ.Δ.

Τό θέλει λοιπόν αὐτό ὁ Ἑλληνικός Λαός; Νά ὑποβαθμισθῇ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά παραμείνουν οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σάν δημόσιες νομικές ὀντότητες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους;

Ἐπιτρέψατέ μου νά ἀμφιβάλλω, γιατί δέν ἀγωνίσθηκαν γι’ αὐτό διαχρονικά οἱ Ἕλληνες.

Ἐν κατακλείδι παραθέτω ἐπί λέξει ἀπόσπασμα ἀπό δημοσίευμα τοῦ καταξιωμένου ἀρθρογράφου κ. Μανώλη Κοττάκη στήν Ἐφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ φ. 15/6/2016 σελ. 7 ὑπό τόν τίτλο «Ἠλίθιος πειρασμός» χωρίς νά ἐνστερνίζομαι τούς σχετικούς χαρακτηρισμούς: «… Η κυβέρνηση πρέπει να πάρει, νομίζω, το μάθημά της από την όλη εξέλιξη. Ειδικά τώρα που έχει τον ασύγγνωστης … πειρασμό να ανοίξει ζήτημα αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο προσδιορίζει τις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας. Και τούτο γιατί η αναθεώρηση του άρθρου 3 συνδέεται ευθέως με τον μύχιο πόθο του Πατριαρχείου να αποκτήσει ποίμνιο στη βόρειο Ελλάδα, στις λεγόμενες Νέες Χώρες. Με όλη την αγάπη που έχουμε οι Ελληνες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (ταυτισμένο ιστορικά με μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού), από πού και έως πού νομικό πρόσωπο που έχει έδρα ξένη επικράτεια, πόσο μάλλον την Τουρκία, μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία σε νομικά πρόσωπα που εδρεύουν σε άλλη εδαφική επικράτεια; … Το ζήτημα όμως -… – είναι να καταλάβει και η πολιτική ηγεσία μας το εθνικό λάθος που πάει να γίνει με την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος. Τυχόν κατάργησή του θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για χάραξη νέων εκκλησιαστικών συνόρων μεταξύ Ελλαδικής Εκκλησίας – Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αγίου Ορους. Να το καταλάβει πρώτος ο πρωθυπουργός που περιστοιχίζεται από άσχετους στην πλειονότητά τους με το θέμα υπουργούς (πλην Γιάννη Αμανατίδη). Να το καταλάβει και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης…».
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,

Τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος κατοχυρώνει καί προστατεύει τά Καταστατικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν Τόμο τῆς Αὐτοκεφαλίας τοῦ 1850 καί τήν Πράξι τοῦ 1928 καί ἀπό αὐτό ἀπορρέει ὁ ἐκτελεστικός Νόμος 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Ἀντιλαμβάνεσθε ἀσφαλῶς ὡς ἰδιαιτέρως εὐφυής, τόν κίνδυνο ἀποσταθεροποιήσεως πού ἐνέχει μία ἄκριτος μεταχείρισι τῶν Καταστατικῶν αὐτῶν κειμένων.

Ἑπομένως οἱ προτάσεις περί ἀναθεωρήσεως πού ἀφοροῦν στό συγκεκριμένο θέμα εἶναι ἰδεολογικές καί ἐκτός συνταγματικῆς πραγματικότητος καί δέν εἰσφέρουν τίποτε στό Συνταγματικό βίο τῆς Χώρας.

Τό Ἑλληνικό Κράτος εἶναι κοσμικό Κράτος καί ἀσφαλῶς μέ τήν διάταξι τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος προστατεύει τήν θρησκευτική ἐλευθερία κάθε γνωστῆς θρησκείας στή χώρα, πού δέν ἔχει κρύφια δόγματα καί ἡ λατρεία της δέν ἀντίκειται στά χρηστά ἤθη καί τήν δημόσια τάξι καί ἀποτελεῖ ἐξωπραγματική καί παραπλανητική καί στερουμένη σοβαρότητος ὑπόθεσι τό νά παρουσιασθῆ ἡ χώρα ὡς χώρα ἄθεη.

Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ ἀπάλειψη στήν προμετωπίδα τοῦ Συντάγματος μνείας τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τό μόνο πού θά ἐπετύγχανε θά ἦτο νά διαγραφῆ ἀπό τήν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους τό Βυζάντιο καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασι καί οἱ ἀγῶνες διατηρήσεως τῆς ἐθνικῆς ἰδιοπροσωπείας καί ἡ διαχρονική συνέχεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί θά διασάλπιζε παγκοσμίως ὅτι ἡ Ἑλλάς εἶναι χώρα ἄθεη, γεγονός ἐξωπραγματικό, παραπλανητικό καί στερούμενο πάσης σοβαρότητος.

Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,

Εὐελπιστῶ ὅτι οἱ ταπεινές μου αὐτές θέσεις θά συμβάλουν στήν διασάφηση αὐτοῦ τοῦ πολύ σημαντικοῦ θέματος καί στήν ἀπεμπλοκή του ἀπό ἰδεολογικές καί ἐκτός συνταγματικῆς πραγματικότητος τοποθετήσεις.

Μετ’ εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΠΗΓΗ: pentapostagma.gr